«Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης» • (απόσπασμα)



«Εκείνη την εποχή, η Στέλλα συνειδητοποίησε το πόσο δεδομένα έχουμε κάποια πράγματα, όπως η υγεία, κι αλίμονο, δεν είναι καθόλου έτσι. Δες τελικά, σκεφτόταν, πόσο εύκολα εξαφανίζεται μια ανθρώπινη φυσιογνωμία από τον φλοιό της γης. Έτσι, μ’ ένα αιφνίδιο επεισόδιο, ό,τι προλάβατε από κυρ-Αλέκο, προλάβατε. Ο πατέρας θα ζούσε στον νου και τη σκέψη των γυναικών αυτών συνεχώς κι αδιάλειπτα. Αλλά ως φυσική παρουσία δεν θα τον ξανάβλεπαν ποτέ. Υπάρχουν και φορές σ’ αυτή τη ζωή που πραγματικά αισθάνεσαι ότι αποτελείς μια μικρή της ψηφίδα στη ροή του καθημερινού χρόνου, τίποτα πιο σημαντικό. Γιατί έρχονται στιγμές που οι άνθρωποι νιώθουνε τόσο πολύ χαμηλωμένο το υπερεκτιμημένο πολύ συχνά εγώ τους. Μπροστά στο αναπόφευκτο δείχνεις κι είσαι στ’ αλήθεια ανίσχυρος, μικρός. Και τα πράγματα γύρω σου επανεκτιμώνται, ξαναζυγίζονται τα γεγονότα, οι παρουσίες των ανθρώπων, οι δουλειές, τα καθημερινά τους βάσανα. Όλα ξαναβρίσκουν τη φυσική τους διάσταση.


Η μάνα της, η Ζωή, την ώρα του μνημόσυνου θα αισθανόταν πουτάνα από τα φιλιά μιας ολόκληρης εκκλησίας, της φαινόταν τόσο παράταιρο αυτό το επιπλέον βασανιστήριο. Δεν αρκεί, θαρρείς, το γεγονός ότι χάνεις τον δικό σου άνθρωπο, που πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις και τη συμπάθεια των φίλων, αλλά και ολότελα ξένων.


Επιστρέφοντας κατάκοπες στο σπίτι, συνοδευόμενες από τον Χρόνη, που ’χε προφτάσει να σταθεί κι είχε υπόψη του τον μικρό μέσα σ’ όλον αυτό τον χαμό, η Ζωή απαίτησε την παρουσία σερβίτσιου κι αδειανής καρέκλας ρεζερβέ για τον συγχωρεμένο τον Αλέκο, άσχετα αν δεν θα μπορούσε να παραστεί. Κανείς δεν είχε το κουράγιο ν’ αντισταθεί στη χήρα κι επιπλέον τρελή μάνα, ξαδέρφη, πρώην πεθερά και γιαγιά. Έξι σοβαροί άνθρωποι κάθισαν και φάγανε λες κι ήταν εφτά. Μέχρι και ψαρόσουπα, που ’χαν προνοήσει από εστιατόριο, έσκυψε και του σέρβιρε, ενόσω οι άλλοι ανατρίχιαζαν, ούτε και κείνοι ήξεραν γιατί. Αλλά τους είχε υποβάλει η πενθούσα στη διαδικασία. Σαν να ήταν παρών ο πατέρας τους, κι ας ήτανε πραγματικά αδύνατο. Στο θυμικό της Ζωής, αλλά και σ’ όλη τη διαδικασία του φαγητού, ήτανε λογικά ο μόνος νεκρός που παρίστατο στο γεύμα λίγες ώρες μετά την κηδεία του.


Οι ημέρες που ακολούθησαν βρήκαν την Ελένη, τη Στέλλα και τον Κωνσταντίνο να παραμένουν στο πατρικό σπίτι. Οι δυο γυναίκες, ακόμα κι ο μικρός ο ίδιος, είχαν καταλάβει την αναγκαιότητα να μην αφήσουν έτσι μπαμ και κάτω τη Ζωή μονάχη, οι αντιδράσεις της ήταν απρόβλεπτες. Το επόμενο πρωί, επίσης, άφησε αδειανή την πολυθρόνα που συνήθιζε να κάθεται ο συγχωρεμένος. Πλάι στη θέση του ήταν τοποθετημένη μια φωτογραφία του, που πάντα λάτρευε, αυτήν του στρατού, από την εποχή που ο Αλέκος είχε φωτογραφηθεί ως γοητευτικός μαυροσκούφης ντυμένος στα χακί, χαμογελώντας αχνά. Και τώρα αυτό το χαμόγελο κοσμούσε το τραπεζάκι δίπλα στο κάθισμά του, εις μνήμην, αλλά και ως απαγορευτικό. Η Λουίζα, που χτύπησε στις οχτώμισι το επόμενο πρωί, την βρήκε σε παράξενη κατάσταση. Καταρχάς, πήγε να καθίσει στην πολυθρόνα του συγχωρεμένου, ήταν η κοντινότερη κι η βολικότερη.


«Μη εκεί».
Η ξαδέρφη της είχε απομείνει μαλάκας, μισοκαθιστή και μισοόρθια ταυτόχρονα.
«Τι; Να μην κάτσω;»
«Όχι».
«Γιατί, χριστιανή μου;»
«Όχι στην καρέκλα του Αλέκου, κάθισε κοντά μου στον καναπέ. Δεν πρέπει».
«Γιατί δεν πρέπει; Τον περιμένεις να ’ρθει; Κι αυτόν εδώ τον παγωμένο καφέ ποιος θα τον πιει;»
«Φτιάξε μόνη σου καφέ για σένα κι άσε τις κουβέντες για τους καφέδες των άλλων. Και ντροπή σου, που δεν σέβεσαι τη μνήμη του. Αντιλαμβάνεσαι ότι για σαράντα μέρες η ψυχή του ενδέχεται να κυκλοφορεί στο σπίτι;»

Τώρα της την έδινε στα νεύρα η φρέσκια χήρα.


«Και μετά τι γίνεται; Φεύγει το πούλμαν για παράδεισο μεριά; Ή μήπως το δρομολόγιο γίνεται με αεροπλάνο; Συγγνώμη, ξαδέρφη μου», είπε κι ακούμπησε τους κουρασμένους γοφούς της στην άκρη του καναπέ, «δεν ήξερα ότι βασίζεσαι σ’ όλα αυτά τα θεωρητικά της θρησκείας. Μακάρι να γυρνούσε ο άνθρωπος. Κι εγώ ακόμα δεν μπορώ να το διανοηθώ. Αλλά πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι ο Αλέκος αιωρείται στα δωμάτια και σας ψάχνει; Δεν σε ήξερα να πολυπιστεύεις σ’ αυτά!»


«Δεν πολυπίστευα. Τώρα με συμφέρει να πιστεύω», είπε, κι όντως της ήτανε βολικότερο να φαντάζεται πως ο άνθρωπός της είχε την ψυχούλα του, που κάπου αλλού θα πήγαινε, ίσως σε κανέναν πράγματι παράδεισο ή τέλος πάντων κάτι ανάλογο. Αλλά ότι θα πήγαινε κάπου, μ’ αυτόν τον όρο μόνο αποδεχόταν το γεγονός της απώλειάς του, ότι δηλαδή έφευγε από δω και πήγαινε κάπου αλλού, σ’ έναν άλλο κόσμο, υπαρκτό. Δεν άντεχε να σκέφτεται ότι ίσως το νεκρό κορμί ν’ απήγαγε την ψυχή του προς τον οριστικό αφανισμό μαζί με το σεπτό σώμα».





Ακολουθήστε τον Άνεμο

  
      

Πνοή Ανέμου στην ελληνική ποίηση

Άνεμος Εκδοτική spot

Spot Χρήστος Φλουρής - «Σπίθα»

Spot Γιάννης Φιλιππίδης - «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης»

Spot Ελίνα Γαλανοπούλου - «Μια ζωή άντρες»

Spot Γιάννης Φιλιππίδης - «Κρατάς μυστικό;»

Συμπαραστάτες στο ταξίδι μας




Επικοινωνία:
Άνεμος Εκδοτική
Αιγίνης 14, Αθήνα
Τ.Κ. 11362
Τηλ. 210 8223574
Email: anemosekdotiki@yahoo.gr