Ώρα Θεσσαλονίκη - Τζίνα Μιτάκη: «Έμπνευση είναι η ίδια η ζωή και ο άνθρωπος, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους»
Η Τζίνα Μιτάκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια γειτονιά του Περιστερίου Αττικής. Στην άγουρη νιότη της άνοιξε φτερά για τη δική της ζωή και έζησε στα Χανιά επτά ολόκληρα χρόνια. Κέρδος στις αποσκευές της ζωής από αυτό το ταξίδι οι δυο υπέροχοι γιοι της. Επέστρεψε στην Αθήνα, σπούδασε λογιστικά και εργάστηκε επί σειρά ετών στον ιδιωτικό τομέα. Τα πρώτα της γραπτά, με μολύβι Faber Castell σε μικροσκοπικά κομματάκια σχολικού τετραδίου, κρυμμένα στα κενά ανάμεσα στους ασβεστωμένους τσιμεντόλιθους του κοτετσιού της αυλής, ταξίδεψαν στη λήθη φορτωμένα σε ένα φορτηγό με μπάζα όταν γκρεμίστηκε το κοτέτσι. Από το καλοκαίρι του 2010 ζει στη Ζάκυνθο σε ένα παλιό, μικρό, μποέμ, πέτρινο σπίτι στο βουνό. Μαθητευόμενη αγρότισσα και επίμονη ερασιτέχνης της γραφής, «λερώνει» τα χέρια της με χώμα, με μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, σάλτσες σπιτικές και... λέξεις, αναζητώντας και ανακαλύπτοντας τις πραγματικά ακριβές αξίες και ομορφιές της ζωής.
Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με τη συγγραφή βιβλίων;
Τα πρώτα γραπτά μου ήταν φράσεις σε μικρά χαρτάκια από σχολικό τετράδιο όταν ήμουν μαθήτρια του δημοτικού και δεν θυμάμαι καν τι αφορούσαν. Χάθηκαν κρυμμένα στα κενά ανάμεσα στους τσιμεντόλιθους ενός κοτετσιού που είχαμε στην αυλή και κάποτε κατεδαφίστηκε. Στην συνέχεια έγραφα για να αποφορτιστώ συναισθηματικά, ώσπου ήρθε η πρώτη ημιτελής και αποτυχημένη προσπάθεια για κάποιο μυθιστόρημα, που μάλλον υπάρχει ακόμα σε κάποιο πατάρι. Για καιρό η καθημερινότητα δεν μου επέτρεπε να έχω σχέσεις με το χαρτί και το μολύβι ως την στιγμή που μπήκε στην ζωή μου ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το διαδίκτυο. Συμμετείχα αρχικά σε διάφορα φόρουμ συζητήσεων και κατά καιρούς έγραφα και δημοσίευα κάποια κείμενα και στην συνέχεια μπήκα στον κόσμο των blogs. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν εγώ που έκανα «κουμάντο» τις λέξεις, αλλά οι λέξεις εμένα. Παρ΄ όλα αυτά ομολογώ πως δεν φιλοδοξούσα να εκδοθεί βιβλίο μου. Οι εκδότες μου όμως, ο Γιάννης Φιλιππίδης και ο Νικόλας Τελλίδης, που είχαν δείγματα γραφής μου, είχαν άλλη άποψη και τον Οκτώβριο του 2012 «απαίτησαν» να τους στείλω τα χειρόγραφα μου για να προχωρήσουν στην έκδοση τους.
Από που εμπνέεσαι και από που αντλείς ιδέες για την συγγραφή των έργων σου;
Έμπνευση είναι η ίδια η ζωή και ο άνθρωπος, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Η καθημερινότητα, τα προβλήματα, οι χαρές, τα όνειρα, οι σχέσεις του με τους άλλους. Μια παλιά ιστορία, μια εικόνα, ένας ήχος, μια συζήτηση που τυχαία θα ακούσω γίνονται το σπίρτο που θα βάλει φωτιά έτσι ώστε να γεννηθεί μια ιστορία.
Έχεις αγαπημένους συγγραφείς Έλληνες ή ξένους; Έχεις επηρεαστεί από αυτούς;
Φυσικά έχω αγαπημένους συγγραφείς, έλληνες και ξένους και αν αρχίσω να αναφέρω ονόματα δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Όση φαντασία και αν έχεις όσο και αν κατέχεις την τέχνη της διαχείρισης των λέξεων, αν δεν διαβάζεις δεν θα γράψεις. Αν διαβάζεις λοιπόν δεν είναι δυνατόν να μην επηρεαστείς, ακόμα και οι συγγραφείς η τα βιβλία που δεν σου άρεσαν, χωρίς να το συνειδητοποιείς, σου αφήνουν κάτι και σε επηρεάζουν.
Ένα βιβλίο είναι πιο πολύ μέσο διασκέδασης η πνευματική τροφή;
Το βιβλίο μπορεί και πρέπει να είναι και τα δύο. Διασκέδαση, χαλάρωση, φυγή και ταξίδι, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να είναι και ψυχαγωγία , αγωγή της ψυχής δηλαδή.
Η οικονομική δυσπραγία επηρέασε τις πωλήσεις;
Ναι.Πιστεύω πως και το βιβλίο έχει πληγεί από την οικονομική δυσπραγία των καιρών μας. Όταν στην καθημερινότητα πια για τους περισσότερους η έγνοια για την επιβίωση, για την κάλυψη βασικών αναγκών είναι ένας αγώνας δρόμου, μια άλυτη εξίσωση, είναι φυσικό να επηρεαστεί και η πώληση βιβλίων. Απ την άλλη βέβαια υπάρχει ακόμα κόσμος που όχι μόνο δεν έχει βρεθεί αντιμέτωπος με αυτή την άλυτη εξίσωση αλλά εξακολουθεί να «απολαμβάνει». Αυτούς όμως πιστεύω πως ποτέ δεν τους συναντούσες μπροστά από το ράφι η την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου.
Πόσα βιβλία έχεις γράψει; Ξεχωρίζεις κάποια από αυτά;
Εκδόθηκε αρχές Ιουνίου 2013 από την Άνεμος Εκδοτική και κυκλοφορεί το πρώτο μου βιβλίο, με τίτλο «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια» και έχω σχέδια και για το μέλλον. Νομίζω πως όποια και αν είναι η συγγραφική μου πορεία από δω και πέρα οι «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια» σαν το πρώτο μου «πνευματικό» παιδί θα κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ψυχή μου ανεξάρτητα από την «εμπορική» του επιτυχία.
Μίλησε μου για την τελευταία σου δουλειά με τίτλο «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια»
Οι «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια» είναι η συνομιλία μια γυναίκας, της Κυράς ενός μικρού απομονωμένου σπιτιού κάπου στην εξοχή, με μια κουκουβάγια, η οποία-κουκουβάγια- την επισκέφτηκε κάποιο βράδυ στο απομονωμένο σπίτι και έγιναν φίλες. Μια εικόνα, μια λέξη, ένας ήχος, μια γεύση, είναι οι αφορμές για αυτές τις νυχτερινές κουβέντες της Κυράς του σπιτιού με την κουκουβάγια. Στην πραγματικότητα η κουκουβάγια είναι ο «σοφός» εαυτός της Κυράς του σπιτιού που την επισκέφτηκε και που βγήκε στην επιφάνεια θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα από την επαφή με την φύση, άρα καθαρισμένος από την «τοξικότητα» της ζωής στους ρυθμούς και τις συνήθειες ενός αστικού κέντρου.
Τι καινούριο ετοιμάζεις;
Είμαι «μοιρασμένη» σε διάφορα, δουλεύω ένα μυθιστόρημα με περισσότερους χαρακτήρες-πρωταγωνιστές αυτή την φορά, των οποίων η ζωή, είτε λόγω συνθηκών, είτε λόγω επιλογής ανατρέπεται και αυτοί καλούνται να διαχειριστούν και πρακτικά αλλά και συναισθηματικά αυτή την αλλαγή, να επαναπροσδιορίσουν και να ιεραρχήσουν τα σημαντικά για τους εαυτούς τους, αλλά και για τους ανθρώπους με τους οποίους αλισβερίζονται. Για την ίδια την ζωή δηλαδή. Ταυτόχρονα γράφω σχεδόν κάθε εβδομάδα ένα μικρό διήγημα για μια ραδιοφωνική εκπομπή που κάνω κάθε Κυριακή, και έχει αρχίσει να με γοητεύει και το παραμύθι για παιδιά, έχω ήδη γράψει τρία παραμύθια και βέβαια υπάρχει η συνεργασία μου με το Άνεμος –Magagine που έρχεται ανανεωμένο.