Page 17 - «28 αντίγραφα» - Θεόδωρος Πάλλας - Άνεμος Εκδοτική
P. 17
28 ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ
απαλλάξει τον καιρό απ’ τους ιδιόμορφους και τους ση-
μαδεμένους. Χώνει το κεφάλι στο στέρνο και στυλώνει
το βλέμμα στις στριφογυριστές τρίχες που καθημερινά
όλο και εισχωρούν σε κάποιες μνήμες που είπε πως θα-
νάτωσε.
Κάποτε ήταν άνθρωπος. Έτσι πίστευε. Οι άλλοι τον
φιλοδωρούσαν καθημερινά με χλευασμό. Ανέκαθεν ο
ζαβός, το χωλό αποπαίδι που έτρεχε και σήκωνε κουρ-
νιαχτό. Και σαν ο πατέρας τούς παράτησε, πέρασε στην
όχθη του μπάσταρδου. Δεν μπορεί εκείνος να ήταν ο πα-
τέρας του, εκείνος ήταν ομορφάντρας. Η μάνα του, γύ-
φτισσα, με τον σημαδεμένο του τόπου θα τον συνέλαβε,
γι’ αυτό κι ο άντρας έφυγε. Δεν μνημόνεψε ποτέ πατέρα.
Η μητέρα ολημερίς ξενοδούλευε, κι αυτός πάλευε με τα
λόγια των άλλων.
Κτυπούσε τις πέτρες και πηδούσαν τις πλάκες του πε-
ζοδρομίου, μόνος. Μόνος, καλύτερα. Του έφτανε που
τους ηλιόλουστους μήνες χανόταν μέσα στους τουρίστες,
ντυνόταν με τα καλά του, αρωματιζόταν και φτιασιδω-
νόταν κι αναδιδόταν στην τσάρκα του. Μεγαλώνοντας,
όλο και πιο πολύ περιποιόταν και πρόσεχε την εμφάνι-
σή του. Από Απρίλη μέχρι και Οκτώβρη ζούσε με τους
ξένους του, ξένος κι αυτός. Στ’ αυτιά του τα λόγια τους
άγνωστες λέξεις. Και προχωρούσε τη ζωή του χωρίς να
γνοιάζεται για κανέναν, κι αυτό τον γαλήνευε.
Στο λεωφορείο εδραιώθηκε δίπλα στη μακρυμαλλού-
σα καστανόχρωμη. Το πρόσωπό της, μια οβάλ φωτογρα-
φία πλαισιωμένη οπτασίες θεϊκές. Η μύτη της τόνιζε τα
μεγάλα της μάτια, τα φρύδια σκέπαζαν το απονήρευτο
και συγκρατούσαν ένα μέτωπο ορίζοντα. Χώνει το χέρι
25