Page 18 - «28 αντίγραφα» - Θεόδωρος Πάλλας - Άνεμος Εκδοτική
P. 18


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΛΛΑΣ

του στη σακούλα, κόβει λίγη από την κόρα και την θρυ-
ψαλιάζει στο στόμα. Η γλύκα του ψωμιού, η ζεστασιά
του κορμιού δίπλα του. Η κοπέλα καταχωνιάστηκε στην
άκρια να μην ακουμπά τη δυσωδία του. Στην απελπισία
της, άρχισε να συνομιλεί με τη φίλη της στο κινητό.
Μια λιβελούλα σκέψη πέταξε και χάθηκε στην ιδέα
του μεσημεριού: «Ένας τζαναμπέτης, ναι, αυτό είσαι»,
θυμάται που φώναζε η μάνα. Ήταν δεν ήταν δεκατριών.
«Είναι που δεν σε ξεγέννησε μαμή. Η Στεριανή απηύδη-
σε. “Δεν μπορώ, παιδάκι μου, έρχεται ανάποδα”, φουρ-
κιζόταν. Και μετά, σαν βαπτιζόσουν, πλάνταξες στο κλά-
μα. Ο παπάς σ’ έχωσε στο νερό και μας κοιτούσε περιμέ-
νοντας να συγκατανεύσουμε στον πνιγμό σου», η μάνα
έβγαζε πάνω του όλο της το άχτι. Μοναχοπαίδι και με
πατέρα που, σαν πάτησε τα τρία, πήγε στην Αμέρικα
και δεν γύρισε, χάθηκε μέσα στον πραγματικό κόσμο και
τους άφησε να ζουν στον φανταστικό τους.
Η κυρία από μπροστά έκλεισε τα ρουθούνια της. Αυ-
τός έτριψε λίγο ψωμί στα πόδια του, κάποια πουλιά μπο-
ρεί κάποτε να εκδράμουν και στο λεωφορείο. Η κυρία
κάτι ψιθύρισε στη διπλανή της. Αυτός την διόπτευσε και
της πρόβαλε τα σκουριασμένα δόντια του. Μια αναγού-
λα της ήρθε. Η μικρούλα είχε πια χαθεί στ’ άδυτα της θέ-
σης της, κι αυτός σκόπευσε ψηλά, να διακρίνει τα κορά-
κια που τον κυνηγούσαν απ’ το πρωί στην παραλία. Εί-
χαν κουρνιάσει σ’ έναν πεύκο απόμακρα απ’ το κύμα κι
εφορμούσαν στα καλάμια του ρέματος, ρεκάζοντάς τον
με χλευασμούς. Αυτός όλα τ’ ανεχόταν απ’ όλους.
Απ’ το σύνορο τ’ ουρανού στο Όρος ως τις ακτές της
Σιθωνίας, μια αύρα σε ξελίγωνε, κάποιες επιτηδευμένες
φωνούλες πουλιών, ο βόμβος ενός τζίτζικα, ένα παρά-

26
   13   14   15   16   17   18   19   20