Page 20 - «28 αντίγραφα» - Θεόδωρος Πάλλας - Άνεμος Εκδοτική
P. 20
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΛΛΑΣ
ρουν αντιπαροχή ή να το αγοράσουν, ένα υπέρογκο
αντίτιμο. Ποσώς τον νοιάζει. Κάποιοι του ρίχνουν ένα
κομμάτι ψωμί, ένα ποτήρι ρακί τον ποτίζουν. Στις απαρ-
χές τον τάιζαν μέσα στο μαγαζί τους, τώρα του αφήνουν
ένα πιάτο έξω. Αχάραγα ένα καρβέλι ψωμί που το παίρ-
νει αν προλάβει τα σκυλιά, το μεσημέρι μια σουπιέρα
ανάκατη φαγητών. Τσαλαβουτά με τα χέρια, καθισμέ-
νος στον αφρό των κυμάτων, να μετράει με τις βουκιές
και την αιωνιότητα.
Είναι και πάλι στο βράδυ του. Τώρα δεν υπάρχουν
χειμωνιάτικα ή καλοκαιρινά βράδια, όλα πανομοιότυ-
πα έγιναν. Σέρνει και το καλό του πόδι, το ντιβάνι τρίζει,
ένας ποντικός του γκρίνιαξε πως τον αναστάτωσε απ’ τη
φωλιά που είχε μέσα στο στρώμα. Φώλιασε τα μάτια του
στο σκοτάδι και θυμήθηκε, τότε, στα σαράντα του…
Ντυμένος κι αρωματισμένος, έφερνε πάνω κάτω την
παραλία, μάζευε εικόνες, και τα βράδια στο κρεβάτι του
έκοβε τις κόπιες, κρατούσε τις πιο φανταχτερές, ταξί-
δευε σε όνειρα, αλάφρωνε κι ήταν χαρούμενος. Κι εκεί,
γύρω στα σαράντα, μια κατά πολύ μικρότερή του κόλλη-
σε πάνω στα στήθη του. Ένιωσε τον έρωτα τον σαρκικό
για πρώτη του φορά, και δέχτηκε και τον άλλον, της καρ-
διάς. Μεγάλωσαν τα θέλω του. Έτρεχε ένα καλοκαίρι
και την θυμιάτιζε. Αυτή άνοιγε το χαμόγελο και κάτι λό-
για πελώρια. Και περνούσαν τις νύχτες και χαιρόταν τις
μέρες, και πίσω απ’ την μπάρα της καθημερινότητάς του
δεν έβλεπε για πελάτη καμιά απόρριψη, κι ήταν σ’ ένα
σύννεφο γεμάτο του κόσμου τις πινελιές. Σαν έφτασε το
φθινόπωρο, «φεύγω» του είπε, μ’ ένα εγκάρδιο χαμόγελο,
«καλά περάσαμε». Αυτός χάθηκε σ’ ένα δάσος με όλα τα
28