«Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι ‘αχ’»

Γράφει η Δέσποινα Τραχαλάκη για την εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα»

Το κεντρικό σκηνικό του βιβλίου είναι στημένο σε μια πολυκατοικία που κάθε τόσο κουνιέται από τον σεισμό του ’99 κάνοντας τα μπαλκόνια να χορεύουν σε τρελούς ρυθμούς. Οι τοίχοι των διαμερισμάτων φιλικοί, λεπτοί, προαγωγοί μιας σχέσης ενοίκων αγαπησιάρικης, ιδανικής, αλλοπρόσαλλης.

Από τα μπαλκόνια ξεμυτίζουν μια – μια οι γυναίκες της ιστορίας. Με ρόμπες ανοικτές, με φούστες λερωμένες, με παρθενιές που δυσκολεύονται να απαγκιστρωθούν από πολυκαιρισμένο σώμα και με εφηβικές ανησυχίες που βιάζονται άτσαλα να ενηλικιωθούν. Δίπλα μανάδες που μαγειρεύουν «ελληνικό μπριάμ» και παραδίπλα τραγουδίστριες που αυτοσαρκάζονται για τις δεκάδες χειρουργικές επεμβάσεις που κάνουν σώμα και πρόσωπο να μοιάζει όμορφο αλλά και ξένο. Στο ασανσέρ της πολυκατοικίας μια πρώην σταρ του κινηματογράφου που έχει ξηλώσει από πάνω της τη δόξα του παρελθόντος, γνωρίζοντας ότι η πραγματική ζωή δεν φωτίζεται από προβολείς αλλά από σεμνά, χαμηλοτάβανα αστέρια. Στο ίδιο ασανσέρ και μια φοιτήτρια που χάνει ώρες από το Τ.Ε.Ι. για να αγαπήσει δυο μάτια βουρκωμένα από ορφάνια, ξεριζωμό, απαξίωση.

Η πλοκή αναγκάζει τον αναγνώστη να νιώθει ότι κατασκοπεύει οικογένειες, αγάπες, όνειρα και να σοκάρεται γιατί αυτά που ανακαλύπτει είναι αυτά που τελικά είχε πάντα μέσα του…

Οι άντρες της ιστορίας λίγο πιο πίσω, αλλά και κείνοι ξεχωριστοί, παθιασμένοι, με ομορφιά που αναβλύζει πρώτα από την ψυχή και μετά από το δέρμα, τη μυρωδιά, το χρώμα…

Η ιστορία γραμμένη από το χέρι του Γιάννη Φιλιππίδη κινείται διαρκώς πάνω – κάτω. Τη μια κατρακυλά σα χιονόμπαλα, την άλλη καλπάζει στα ύψη σα βιαστικό γεράκι, βυθίζεται, αναδύεται στη στιγμή και όλα αυτά με συνέπεια, με θάρρος, με άνεση.

Η πλοκή αναγκάζει τον αναγνώστη να νιώθει ότι κατασκοπεύει οικογένειες, αγάπες, όνειρα και να σοκάρεται γιατί αυτά που ανακαλύπτει είναι αυτά που τελικά είχε πάντα μέσα του…

Οι διάλογοι διάχυτοι μέχρι το τέλος καταγράφουν εμφανώς τη συνομιλία του συγγραφέα με τον εαυτό του. Δηλώνει παρών, κατά τη γνώμη μου, σε όλες τις σελίδες, αλλά ιδιαίτερα στον τίτλο του βιβλίου του. Εκεί, μέσα στο μικρούλι «αχ» που προφανώς δεν το άφησε ποτέ και στη δική του ζωή να ξεπέσει σε βαρύ και ασήκωτο αναστεναγμό.

Με το συγκεκριμένο βιβλίο ο Γιάννης Φιλιππίδης εντάχθηκε στη λίστα των αγαπημένων μου συγγραφέων.