Γράφει η συγγραφέας Δώρα Τζέμα
«Δεν έκλαψα την ώρα της γέννησης μου. Αποχωρίστηκα το ταλαιπωρημένο κορμί της μάνας μου χωρίς να βγει κανένας ήχος από το στόμα μου, από αυτούς που σηματοδοτούν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Και εκείνη, όταν είδε το πρόσωπο της μαίας να αλλάζει χρώμα, πίστεψε πως είχα γεννηθεί νεκρή. Στο δεύτερο χτύπημα, ακούστηκε το λυτρωτικό κλάμα μου. Τότε σταυροκοπήθηκε δοξάζοντας τον Θεό και ζήτησε να γίνει αεροβάπτισμα γρήγορα, φοβούμενη πως δεν θα αντέξω. Περσεφόνη με ονόμασαν, που στην συνέχεια για λόγους συντομίας και ευκολίας έγινε Πέρσα».
Έτσι ξεκινάει το βιβλίο της Μαρίας Βουζουνεράκη, συστήνοντας την κεντρική ηρωίδα της ιστορίας της, που αφηγείται σε πρωτοπρόσωπη γραφή και παρόντα χρόνο, προσδίδοντας αμεσότητα και ζωντάνια στον λόγο της. Η Πέρσα- Περσεφόνη μια όμορφη μεσήλικη γυναίκα που, όσο προχωρούσα την ανάγνωση, τόσο η σκέψη μου ταξίδευε στην μυθική Περσεφόνη, εκείνη την αρχαιοελληνική θεότητα, που δεν ανήκε στο δωδεκάθεο. Έτσι αισθανόταν και η Πέρσα, η ηρωίδα της συγγραφέως: Ότι δεν ανήκει μόνο σε τούτον τον επίγειο κόσμο, αφού όλο και πιο συχνά ξέκοβε από τον εαυτό της, τον άφηνε στο σκοτάδι για μήνες ολόκληρους, ψάχνοντας για απαντήσεις στους σκοτεινούς βυθούς της ψυχής, εκεί όπου λίγοι τολμούν να φτάσουν. Γιατί ο μύθος συμβολίζει ακριβώς αυτό: Τα σκοτεινά σημεία της ζωής, αλλά και του ίδιου μας του εαυτού.
«Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης», από τα λόγια ενός τραγουδιού που σκεφτόταν συχνά πυκνά και η Πέρσα, αφού η αγκαλιά της έμενε διαρκώς άδεια, λες και κάποια κατάρα δεν την άφηνε να στεριώσει με κανέναν. Η ίδια υποψιαζόταν πως έφταιγε η ανύπαρκτη αγκαλιά της μητέρας και η ψυχρότητα που εισέπραττε από παιδί. Μια έλλειψη που προσπάθησε να καλύψει μέχρι τέλους η αγαπημένη της Μελισσάνθη, η μεγαλύτερη αδερφή της Πέρσας, μια ηρωίδα που αγάπησα πολύ.
Μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία και ο μεστός και συγκροτημένος τρόπος γραφής της Μαρίας. Μέσα από την ηρωίδα της τολμάει να πει όσα οι περισσότερες από εμάς δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ούτε στους εαυτούς μας. Εκεί στην κρίση της μέσης ηλικίας που σταματάει ο πρωταρχικός ρόλος της μητέρας και αρχίζουν να διακρίνονται οι ελλείψεις και τα κενά, κοιτάζουμε αναγκαστικά μέσα μας… Κι εκεί ξεπηδούν τα όνειρα που θάψαμε ζωντανά, οι ανάγκες μας, τα λάθη και τα πάθη μας, τα οποία προσπαθούν να μας καταποντίσουν. Ποια γυναίκα δεν έχει περάσει από τέτοιες διεργασίες εσωτερικής αναζήτησης; Ποια δεν έχει φοβηθεί στην ιδέα της απόλυτης μοναξιάς; Και ποια δεν έχει κάνει λάθος επιλογές εξαιτίας αυτής της προοπτικής;
Με αμεσότητα και απλό μα πεντακάθαρο λόγο, εξέφραζε η συγγραφέας πολλές από τις «γυναικείες» μας ανησυχίες και φόβους, και ήταν τόσο εύστοχες που θα στοιχημάτιζα ότι είχε τρυπώσει στα μυαλά μας…
Εγώ πάντως έβλεπα τον εαυτό μου να τριγυρνάει σε πολλές από τις σελίδες της Μαρίας. Με αμεσότητα και απλό μα πεντακάθαρο λόγο, εξέφραζε η συγγραφέας πολλές από τις «γυναικείες» μας ανησυχίες και φόβους, και ήταν τόσο εύστοχες που θα στοιχημάτιζα ότι είχε τρυπώσει στα μυαλά μας…
Τα συγκλονιστικότερα σημεία του βιβλίου ήταν για μένα οι προσωπικές επιστολές της Πέρσας προς μη επικείμενο παραλήπτη… Αυτές χάραζαν με απόλυτα λογοτεχνικό ύφος όλα τα συναισθήματα και την απόγνωση της ηρωίδας.
«Χάραξα στο δέρμα μου ένα ρολόι τόσο μικρό που να μπορώ να το διακρίνω μόνο εγώ. Αποτύπωσα μια επιθυμία μου σε κάθε του δείκτη και το άφησα να μετράει τον χρόνο υπομονετικά, πνίγοντας ένα-ένα τα συναισθήματα σε κάθε του χτύπο. Εσύ συνεχίζει να βηματίζεις αμέριμνος, ευτυχώς που βηματίζεις, ευτυχώς που δεν ξέρεις, ευτυχώς που είσαι ακόμη εδώ»
Πόσες επιθυμίες εκπληρώνονται άραγε σε κάθε χτύπο και πόσες φεύγουν ανεκπλήρωτες αφήνοντας μας με άδειες και άοσμες στιγμές;
«Κι αν πρέπει να ορίσω το διάβα μου, θα κάνω ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Κι αν πρέπει να ορίσω την σκέψη μου, πάλι το ίδιο θα κάνω, γιατί εκεί στο πίσω βρίσκεσαι εσύ. Εσύ κι εγώ. Τόσο ίδιοι στη θωριά, μα τόσο διαφορετικοί συνάμα. Ξέρεις τι σκέφτομαι πολλές φορές; Πως αν ήμασταν ίδιοι, δεν θα αντέχαμε ο ένας τον άλλο και θα βαριόμασταν αφόρητα ακόμα και στη σκέψη πως κάπου πάνω στη Γη, σε μια της γωνιά περιφέρεται το κορμί μας. Το πόσο άσκοπα, δεν θα το κρίνεις εσύ, μα ούτε κι εγώ, κανείς μας δεν θα μπορέσει να το κρίνει. Ούτε να μας φορτώσει τα δικά του «πρέπει» και τις ενοχές για όσα πράξαμε ή όχι». Γράφει σε κάποιο σημείο εστιάζοντας στην αποενοχοποίηση και στην πάταξη των ενοχών της ηρωίδας, αλλά και των δικών μας γιατί…
«Γιατί, σ΄ αυτή τη ζωή, κανένας δεν έχει δικαίωμα να αγιάσει. Κανένας δεν μπορεί να διαγράψει τα αμαρτήματα του. Ούτε κι εγώ που κάθομαι και γράφω μέσα στην νύχτα, αφού ο ύπνος μου έχει ταξιδέψει κι εκείνος προ πολλού. Οι ενοχές μου δεν με αφήνουν να δω καθαρά. Οι αμαρτίες μου με ξυπνούν μέσα στην νύχτα. Πριν ανάψω τα φώτα, αποκαρδιωμένη και νικημένη, εκείνες έχουν κάνει η βόλτα τους στο μυαλό μου κι έχουν διανύσει πολλά χιλιόμετρα μέσα σε αυτό. Όμως…»
Όμως δεν θα πω περισσότερα, εκτός από το ότι σας συστήνω να διαβάσετε ένα βιβλίο καθρέφτη όπου όλοι πρέπει να αντικαθρεφτιστούμε κάποτε με το απατηλό είδωλο μας, και ή δυνατόν να τον σπάσουμε για να βρούμε τι κρύβεται πίσω από την λάμψη του… Να βουτήξουμε στα σκοτεινά νερά μας, να τα αναταράξουμε μήπως και περάσει κάποτε κάποια ικμάδα φωτός μέσα μας.