«Στέρφα γη» της Μαίρης Παναγιώτου

Κριτική βιβλίου από τη συγγραφέα Χριστίνα Σουλελέ

Στο παρόν βιβλίο η Μαίρη Παναγιώτου πραγματεύεται θέματα, που όσο κι αν φαίνονται πως ανήκουν σε μια άλλη εποχή, είναι διαχρονικά και απασχολούν ακόμη και σήμερα τον άνθρωπο. Είναι μάλιστα τόσο επίκαιρα, που καθώς διάβαζα το βιβλίο, αναρωτιόμουν και προβληματιζόμουν, για το πόσο η ανθρωπότητα τελικά προχωράει μπροστά ή αφήνει άλυτες εκκρεμότητες από το παρελθόν σε θέματα όπως: η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ο αυταρχισμός της κάθε εξουσίας, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, το άδικο που κυριαρχεί και καταδυναστεύει.
Η συγγραφέας τοποθετεί χωροχρονικά την ιστορία του βιβλίου της στη Σέριφο στις αρχές του 20 αιώνα, τότε που στο νησί λειτουργούσαν τα μεταλλωρυχεία, τα οποία χρονολογούνται από την εποχή του Χαλκού και αποτελούν την πρώτη άδεια εκμετάλλευσης από το ελληνικό κράτος το 1869. Το 1885 έφτασε στο νησί ο μεταλλειολόγος Γρόμμαν, ρακένδυτος και φτωχός. Με τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων που τον βοηθούσαν αμισθί, παραχωρώντας του μάλιστα τα χωράφια τους, κατέληξε να γίνει ο ιδιοκτήτης των μεταλλωρυχείων. Σε αυτά έβρισκαν δουλειά οι ντόπιοι κάτοικοι αλλά και εργάτες, φερμένοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η οικονομική τους ανέχεια τούς εξανάγκαζε να τρυπώνουν στις υπόγειες στοές, κάτω από τα βάθη της γης, για ένα λειψό μεροκάματο και χωρίς μέτρα προστασίας, γεγονός που έθετε σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα αλλά και την ίδια τους τη ζωή.
Κεντρική ηρωίδα της ιστορίας μας είναι η Αλέξω, κόρη και αδελφή μεταλλωρύχων. Πρόκειται για μια νέα κοπέλα, η οποία τολμούσε να ονειρευτεί μια διαφορετική ζωή, από αυτήν που υπαγόρευαν οι κοινωνικές επιταγές για τη γυναίκα, οι οποίες την περιόριζαν σε συγκεκριμένους ρόλους, από τους οποίους πήγαζαν μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. «Είναι ίσως ατυχία να γεννηθείς γυναίκα; Δεν έβλεπα πουθενά πλεονέκτημα», αναρωτιέται κάποια στιγμή η ηρωίδα μας που γνωρίζει καλά τους άγραφους κοινωνικούς νόμους που προδικάζουν το πεπρωμένο της. Η Αλέξω, όμως, πίσω από την εικόνα της συμβιβασμένης κοπέλας, με τα σεμνά φορέματα και τα πιασμένα σε κοτσίδες μαλλιά, έκρυβε μια ανυπότακτη ψυχή, που τολμούσε να κάνει τις μικρές της επαναστάσεις. Συνάντησε τον έρωτα στο πρόσωπο του Γιώργη, ο οποίος ήρθε στο νησί από τον Πειραιά για να δουλέψει στα μεταλλωρυχεία, ως εργάτης. Το ζευγάρι πάσχιζε να κρατήσει τον έρωτά του κρυφό, μέχρι τη στιγμή που θα ωρίμαζαν οι συνθήκες, κυρίως οικονομικές, και θα τον φανέρωναν μπροστά σε όλους. Έτσι, την ημέρα έμενε θαμμένος στις καρδιές των ερωτευμένων και μόνο τα βράδια κυκλοφορούσε ελεύθερα και παράνομα.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι τόσο καλοδουλεμένοι, που καθώς διάβαζα το βιβλίο, τους αισθανόμουν ως υπαρκτούς ανθρώπους και όχι σαν χάρτινους ήρωες. Η πλοκή του βιβλίου χαρακτηρίζεται από συνεχείς ανατροπές, έτσι που δεν μας επιτρέπουν μας να επαναπαυτούμε λεπτό, να κουραστούμε και κυρίως να εικάσουμε την εξέλιξη της ιστορίας.

Στο μεταξύ, οι μεταλλωρύχοι πάσχιζαν να σπάσουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης και να σηκώσουν κεφάλι στο αυταρχικό κατεστημένο του ιδιοκτήτη των μεταλλείων, των μπράβων και των μαγκουροφόρων της εποχής. (Μαγκουροφόροι ονομάζονταν οι επιστάτες των μεταλλείων, οι οποίοι σήκωναν τη μαγκούρα που κρατούσαν, είτε για να επιλέξουν ποιοι εργάτες θα έπιαναν δουλειά στα μεταλλεία το πρωί είτε στη χειρότερη περίπτωση, τη χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο που προσγειωνόταν με δύναμη στις πλάτες τους για να καταστείλει την όποια αντίδρασή τους.) Ήταν μια ταραγμένη εποχή, όχι μόνο για το νησί αλλά και για την ολόκληρη την Ευρώπη, που βρισκόταν εν μέσω του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Η απόφαση για δυναμική κινητοποίηση των μεταλλωρύχων, πάρθηκε με τη βοήθεια του συνδικαλιστή Κωνσταντίνου Σπέρα, ο οποίος οργάνωσε την απεργία, η οποία καταγράφεται ως η πρώτη μεγάλη απεργία στα νεότερα χρόνια της Ελλάδας.
Μπορεί να ανθίσει ο έρωτας, εκεί που προέχει ο αγώνας για την επιβίωση; Μπορεί να ανοίξει τα φτερά του και να χαρεί το πέταγμα, όταν η ανάγκη για αξιοπρέπεια παραμερίζει κάθε άλλη ανάγκη; Δεν θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια της υπόθεσης. Θα σας πω μόνο πως οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζωές όλων των προσώπων διότι, όπως εύστοχα αναφέρει η συγγραφέας, η ζωή έχει τους δικούς της νόμους.
Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι τόσο καλοδουλεμένοι, που καθώς διάβαζα το βιβλίο, τους αισθανόμουν ως υπαρκτούς ανθρώπους και όχι σαν χάρτινους ήρωες.
Η γραφή της συγγραφέως είναι γλαφυρή, λογοτεχνική: «Σέριφος: τόπος που ξεραίνονται τα φίδια, τ’ αμπέλια προσκυνούν άνυδρα τον ήλιο και οι ρόγες τους στολίζονται με πολύτιμους λίθους απ’ το πλούσιο υπέδαφος κι ας το κατουρούν οι αλεπούδες και τα τσακάλια». Πόσο ποιητικά δοσμένη είναι η περιγραφή του νησιού, στην αρχή κιόλας του βιβλίου, που μας προετοιμάζει και για άλλες τέτοιες αναγνωστικές απολαύσεις.
Η γλώσσα όμως γίνεται και αιχμηρή, όταν μας περιγράφει σκηνές από τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων, από τους αγώνες τους και από την πορεία τους στα δύσβατα μονοπάτια που τους οδηγεί η μοίρα.
Η πλοκή του βιβλίου χαρακτηρίζεται από συνεχείς ανατροπές, έτσι που δεν μας επιτρέπουν μας να επαναπαυτούμε λεπτό, να κουραστούμε και κυρίως να εικάσουμε την εξέλιξη της ιστορίας.
Η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά έρχομαι σε επαφή με τη γραφή της συγγραφέως και οφείλω να πω πως με μάγεψε. Την ευχαριστώ για την απόλαυση της ανάγνωσης και της εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της και να αγαπηθεί πολύ, γιατί το αξίζει.