Page 16 - «Tα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα» - Βάσω Ζαφειροπούλου - Άνεμος Εκδοτική
P. 16
ΒΑΣΩ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Πού; Στ’ αυτιά μου έφτανε κιόλας η σφυριχτή φωνή της δε-
σποινίδας Ασπασίας.
«Τι νερά είναι τούτα στον διάδρομο; Τσακιστείτε να τα
σφουγγαρίσετε αμέσως. Από αχούρια έχετε βγει; Παλιοτε-
μπέλες, ακαμάτρες!»
Κουτρουβάλιασα τα σκαλιά και βγήκα στην αυλή. Πού
να χωθώ; Στ’ αριστερά μου, μια τσιμεντένια σκαλίτσα: η
σωτηρία μου. Άρχισα να κατεβαίνω. Στο τελευταίο σκα-
λί σταμάτησα, γιατί, συνηθισμένη τώρα στο σκοτάδι, είδα
μπροστά μου ένα απέραντο υπόγειο με τσιμεντένιες κολό-
νες, τούβλα, σίδερα, μεγάλα σακιά και τραπέζια.
«Παναγίτσα μου, το υπόγειο με τα ποντίκια της Μα-
ριάνθης» τραύλισα και με ξαναπήραν τα κάτουρα. Ο φό-
βος με είχε αλλοπάρει, καθώς θυμήθηκα γι’ άλλη μια φορά
τις φοβέρες τής θείας μου.
Το κρύο και η υγρασία με κοκάλωσαν στη στιγμή, αφού
φορούσα μόνο ένα μπλε φουστανάκι πάνω απ’ τη μάλλινη
μπλούζα μου και κάτι μαύρες γαλότσες που μου είχε δώσει
μια κυρία με το που άνοιξα τα μάτια μου το πρωί. Ήταν η
στολή μας, μου είχε εξηγήσει.
Τότε ακριβώς έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή τής φίλης
μου της Φωτεινής.
«Μαρίνα, Μαρίνα, πού είσαι; Χτύπησε το καμπανά-
κι για το δεκατιανό. Πού είσαι; Έλα να φας. Η δεσποινίς
Ασπασία έχει θυμώσει πολύ».
Μ’ έναν σάλτο κούρνιασα πίσω από γεμάτα σακιά και
σταμάτησα σχεδόν ν’ ανασαίνω. Γέλια, ξεφωνητά, τρεχά-
λες και κλάματα των κοριτσιών στην αυλή μ’ έκαναν να
ξεσφιχτώ. Στρώθηκα τότε πάνω στο τσιμέντο, άπλωσα τα
ξυλιασμένα μου ποδαράκια, κατέβασα τα βλέφαρά μου
24