Page 6 - «Tα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα» - Βάσω Ζαφειροπούλου - Άνεμος Εκδοτική
P. 6
ΒΑΣΩ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
αυτό και για πολλά άλλα, η παιδική μου ψυχή δεν άργη-
σε να μισήσει τη γυναίκα αυτή που γάβγιζε ολημερίς σαν
λυσσασμένο σκυλί. Η μόνη μου καταφυγή ήταν η ευρύχω-
ρη, τρυφερή και παρήγορη αγκαλιά τού θείου Αλκιβιά-
δη. Μόλις λοιπόν τα πράματα έσφιγγαν επικίνδυνα, έτρε-
χα να χωθώ στη ζεστασιά της, αποζητώντας τα χάδια και
τις ήρεμες συμβουλές του. Και η μάχη τελείωνε με νίκη μεν
δική μου, ολοκληρωτική ήττα όμως του δόλιου του Αλκι-
βιάδη, που άκουγε τα εξ αμάξης απ’ τη γυναίκα του.
Οι δυο τους δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά. Ωστόσο τον
καιρό που έμεινα κοντά τους οι καβγάδες τους για εμένα
είχαν γίνει ψωμοτύρι. Δυο-τρεις λεξούλες, κακές όσο κι η
Μαριάνθη, μ’ έριχναν σε μαύρη απελπισία: ίδρυμα, σιγου-
ριά, εξασφάλιση. Την πρώτη λεξούλα την έλεγε η θεία μου
σχεδόν ψιθυριστά, μα τις άλλες δυο τσιριχτά, αφρίζοντας
απ’ το κακό της.
«Σ’ αγαπάει με τον τρόπο της η θεία σου» μου εξηγούσε
ο Αλκιβιάδης, αλλά εγώ δεν τον πίστευα.
Θα δεις, θα δεις, θα παντρευτώ κι εγώ τον νονό μου, τον
θείο μου τον Ασημάκη, έλεγα μέσα μου με μαύρη απελπι-
σία.
Ο Ασημάκης Αγγελέτος και η γυναίκα του η Μαρί-
κα, νονοί μου, εξηνταπεντάρηδες, άκληροι, άφραγκοι πια
και άνθρωποι της εκκλησίας, έμεναν κι αυτοί στην Κυψέ-
λη, ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας. Ένα δωμάτιο και κουζίνα
όλο κι όλο το σπιτάκι τους, λουσμένο όμως στο ευλογημέ-
νο φως της ευτυχίας. Κάθε που έσκαγε μύτη ο ήλιος απ’ το
βουνό, η θείτσα μου η Μαρίκα καλούσε προσκλητήριο απ’
τη μάντρα τής μεσοτοιχίας: «Αγάπη, περιμένω!» Η Αγάπη
με διπλοκουκούλωνε με το νάνι μου –μια κουβερτούλα κί-
τρινη– και, φραπ, με προσγείωνε μες στα χάδια και τη μο-
14