Page 7 - «Tα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα» - Βάσω Ζαφειροπούλου - Άνεμος Εκδοτική
P. 7

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΡΑΜΑΔΑ

               σχομυρισμένη κουζίνα τής νονάς μου. Της θείτσας μου! Κι
               ο ερχομός του θείου μου το βραδάκι, οι λιχουδιές που ξε-
               τρύπωνα απ’ τις πολλές του τσέπες, οι κυριακάτικες βόλ-
               τες μας που μ’ έκαναν να νιώθω πριγκιπέσσα – ω, τι αξέ-
               χαστα χρόνια!
                  Κι όμως, η γλυκιά εκείνη μαγεία της θαλπωρής εξατμί-
               στηκε ένα χειμωνιάτικο βράδυ, όταν η Μαριάνθη, σαν την
               κακιά τη μάγισσα του παραμυθιού, με γράπωσε με τα γαμ-
               ψά της νύχια, με τράβηξε άκαρδα έξω απ’ τη ζεστή μου φω-
               λιά και με το έτσι θέλω με ξερίζωσε άσπλαχνα απ’ όσους
               αγαπούσα. Ο σπαραγμός μου δεν βρήκε τη φλέβα της καρ-
               διάς της.
                  «Απαγορεύεται να ξαναπάς στο σπίτι των θείων σου.
               Δεν είναι πραγματικοί, αλλά ψεύτικοι. Εμάς θ’ αγαπάς» με
               πρόσταξε, κουνώντας το δάχτυλό της μπρος στα πρησμέ-
               να μου μάτια.
                  Έτσι κι έγινε· εκείνους δεν τους ξανάδα. Την πραγματι-
               κή μου θεία, όμως, τη φοβήθηκα και τη μίσησα με όλη μου
               την καρδιά. Και πάνω που έριξα όλη την αγάπη μου, ατό-
               φια, στον θείο Αλκιβιάδη, νάσου την πάλι ν’ ακονίζει τα
               νύχια της. Πιο μαύρα και πιο μακριά τούτη τη φορά.
                  «Θα σε πάμε σε μια μεγάλη οικογένεια με πολλά κο-
               ριτσάκια της ηλικίας σου. Εκεί θα παίζεις και θα περνάς
               πολύ πιο όμορφα από δω» μου ανακοίνωσε ένα βροχερό
               βράδυ, την ώρα του φαγητού, κάνοντάς με να ξεράσω αυ-
               τοστιγμεί τον λαγό στιφάδο που με είχε ταΐσει με το στανιό.
                  Κι έτσι, μια θλιμμένη Παρασκευή του Νοέμβρη, όταν
               μια γκρίζα ομίχλη κρεμόταν πάνω απ’ την πόλη, η βρο-
               χή έπεφτε αργά και οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε λίμνες,
               κρατώντας απ’ το χέρι τούς πραγματικούς μου θείους διά-
               βηκα μια μεγάλη σιδερένια θολωτή πόρτα και μπήκα σε μια
               απέραντη αυλή. Όπου κι αν έστρεφα το μάτι μου, παντού

                                          15
   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12