Page 8 - «Tα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα» - Βάσω Ζαφειροπούλου - Άνεμος Εκδοτική
P. 8
ΒΑΣΩ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
χώματα, ξύλα, τούβλα, σακιά, χαρτιά και βρομιές. Πουθε-
νά ένα λουλούδι, ούτε καν ένα σκυλάκι, όπως είχα συνη-
θίσει μέχρι τότε να βλέπω στις μικρές αυλές της γειτονιάς
μου.
Η Μαριάνθη κοντοστάθηκε ξεφυσώντας.
«Βλέπεις σε τι μεγάλο σπίτι σε φέραμε, μωρό μου; Στην
Πύλη του Ουρανού, αυτό είναι τ’ όνομά του» μου είπε όλο
κάλπικη χαρά.
Ούτε που γύρισα να την κοιτάξω. Σπίτι λες αυτές τις
τσιμεντένιες κολόνες και κάτι παράθυρα τζαμωτά, μεγάλα
σαν δωμάτιο; Ευτυχώς που ο Αλκιβιάδης πήρε τον λόγο.
«Μη χασομεράμε, θα μουσκευτούμε. Ας ανέβουμε, να
τελειώνουμε» είπε, λαχανιασμένος κι εκείνος απ’ την ανη-
φόρα.
«Σωστά!» είπε η θεία.
Πήραμε ν’ ανεβαίνουμε μια σκάλα με σκαλοπάτια που
δεν τα ’φτανε το άνοιγμα των ποδιών μου. Μου ήρθανε
κλάματα. Έβαζα τα δυνατά μου, σουφρώνοντας το στό-
μα μου και σμίγοντας τα φρύδια μου με πείσμα, μα αν δεν
με ανασήκωναν οι θείοι μου δεν κατόρθωνε η σόλα μου να
πατήσει στο επόμενο σκαλί. Κι όσο ανέβαινα εγώ τόσο κα-
τηφόριζε το ρίγος στην πλάτη μου. Η καρδιά μου χτυπούσε
φοβισμένη, όταν ξαφνικά μια κρυφή ικεσία ήρθε κι έσβησε
στα χείλη μου: Μαμά μου, μανούλα μου, πάρε τη Μαριάν-
θη κοντά σου, για να μπορέσω να το σκάσω!, ικέτεψα, και
το παράπονο έγινε λίμνη στα μάτια μου, αφού για πρώτη
φορά ζητούσα βοήθεια απ’ τη νεκρή μητέρα μου.
«Όπα και φτάσαμε» είπε ο Αλκιβιάδης ξεφυσώντας, μό-
λις πατήσαμε το κεφαλόσκαλο και αντικρίσαμε έναν φαρ-
δύ, μακρύ κι ατέλειωτο τσιμεντένιο διάδρομο.
16