Page 16 - Ζεστό ψωμί και κόκκινη κορδέλα - Αναστασία Κορινθίου-Δικαία Μαραβέλια - Άνεμος Εκδοτική
P. 16

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ • ΔΙΚΑΙΑ ΜΑΡΑΒΕΛΙΑ

                 «Μαμά, μαμά, πεινάω πολύ και κάτι μυρίζει υπέ-
              ροχα», φώναξε η μικρή της, μόλις πάτησε τα πόδια
              της στην πλακόστρωτη αυλή. Πήγαινε νηπιαγωγείο κι
              ήταν η πρώτη που γυρνούσε στο σπίτι, τα άλλα δυο
              πήγαιναν ο ένας γυμνάσιο κι ο μεγάλος τελείωνε το
              λύκειο, οπότε αργούσαν, ήταν και που τους ξεσήκωνε
              η παρέα για έναν καφέ πριν το φαγητό.
                 Έβαλε στη μικρή της ένα πιάτο γιαπρακάκια και
              κάθισε δίπλα της, να της κάνει παρεούλα, μέχρι να τε-
              λειώσει το φαγητό. Το μυαλό της όμως δεν ήταν εκεί,
              ήταν κι αυτό το όνειρο που είδε το βράδυ, ήταν που
              τριγυρνούσε με μεγάλη άνεση η Αλεμήνα της σήμερα
              στο κεφάλι της. Το κλάμα της μικρής την ταρακούνη-
              σε πάλι.
                 «Κάηκα μαμά κι εσύ δεν με ακούς», της φώναξε με
              το μουτράκι της να δείχνει πολύ λυπημένο.
                 Το λάτρευε αυτό το παιδί, όχι ότι τα άλλα δεν τα
              αγαπούσε, αλλά να, ήταν το μικρότερο κι επειδή είχε
              πειστεί ότι δεν θα ξαναέβλεπε την φιλενάδα της, της
              έδωσε  το  όνομά  της.  Της  σκούπισε  τα  ματάκια  της
              προσεχτικά και την τάισε μέχρι την τελευταία μπου-
              κιά. Ήταν τόσο όμορφη, με τα ξανθά μπουκλάκια να
              πέφτουν στο μέτωπό της, σαν πορσελάνινο μπιμπελό.
              Η μάνα της και η πεθερά της βέβαια, μετά βίας της μι-
              λούσαν, μετά από την απόφασή της να δώσει το όνομα
              της άκουσον-άκουσον ξετσίπωτης στο κορίτσι τους.
                 Το σούσουρο που ακολούθησε τη βάφτιση της μι-
              κρής Αλεμήνας, άργησε να κοπάσει. Το πρώτο παιδί
              πήρε, όπως ήταν αναμενόμενο, το όνομα του πεθερού
              της, του καπετάν Σώστη, το δεύτερο επειδή ήταν πάλι
              αγόρι, πείσμωσε η πεθερά, που δεν ήταν κόρη, και για

                                       26
   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20