Page 4 - Ζεστό ψωμί και κόκκινη κορδέλα - Αναστασία Κορινθίου-Δικαία Μαραβέλια - Άνεμος Εκδοτική
P. 4
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ • ΔΙΚΑΙΑ ΜΑΡΑΒΕΛΙΑ
Η Σύμη που την έπνιγε, η Σύμη που την καταπίεζε
σαν τη μάνα της, το Δικισσί, με το μόνιμα θυμωμένο
βλέμμα έτοιμο να μαλώσει, να χαστουκίσει, να πονέ-
σει. Βλέμματα-χαστούκια πολλά τέτοια στο νησί, που
οι γυναίκες ανέβαιναν τα σκαλάκια τα λευκά, μαυρο-
φορεμένες έναν έρωτα καπετάνιο νοικοκύρη και λα-
χταρώντας ένα πάθος πειρατή.
Βλέμματα που την έκαναν να φύγει στα δεκαοχτώ
της κρυφά, με μια βαλίτσα και να αναζητήσει το «κυ-
νηγημένο» της όνειρο, να γίνει ηθοποιός. Με το που
έφτασε στη Αθήνα, το πρώτο που έκανε ήταν ν’ αλλά-
ξει το όνομα της. Αλεμήνα την είχαν βαφτίσει, νεράιδα
δηλαδή του Αιγαίου κι εκείνη μαζί με τα ξανθά μαλ-
λιά που έκοψε αντιδραστικά μόλις κατέβηκε από το
πλοίο, έκοψε και το όνομα και ό,τι την έδενε με το νησί.
Ένα δεν μπόρεσε να κόψει ποτέ. Τη θύμηση μιας άλ-
λης χρυσοκάστανης πλεξούδας σαν την δική της, που
ανέμιζε ανέμελα στα σοκάκια και μύριζε φρατζόλι ξε-
ροψημένο. Η Χρουσώ.
Η καλύτερη και μοναδική της φίλη. Η Χρουσώ,
που γελούσε μετά από κάθε σκανταλιά που οργάνωνε
εκείνη κι ας ήξερε τις συνέπειες. Η μάνα της η φουρ-
νάρισσα, να τις κυνηγά με τον μπλάστρη, σαν έκλεβαν
τα συμιακά κουλούρια που είχαν προορισμό τότε τους
πρώτους τουρίστες στο νησί. Η μάνα της, που σαν και
τη δικιά της, αυτή τη φιλία δεν την ήθελε, την κατέ-
τρεχε και την έκανε τιμωρία. Τότε η Αλμήνα πίστευε
πως έφταιγε η φτώχεια τους, μιας και δεν είχε πατέρα
και μόνες τους βολόδερναν να τα φέρουν πέρα, με τη
μάνα να ξενοκαθαρίζει σπίτια άλλων κυράδων.
14