Περιγραφή
Καθώς συνδιαλέγεσαι με τις Ερινύες σου, ελπίζοντας να τις καλοπιάσεις, ορθώνω τείχη πέτρα-πέτρα, για να φτάσω την Ουτοπία. Είναι από εκείνες τις κοφτερές πέτρες του λιθοβολισμού των μικρών λαών.
Κρύβομαι, μην τυχόν με πατήσουν οι σκιές των χειρότερων ονείρων, των αδικημένων ονείρων. Γιατί δεν ζούμε σαν κανονικοί άνθρωποι; Γιατί δεν είμαστε διάσπαρτα εγώ που καθώς στροβιλίζονται στο χρόνο ανταμώνουν στο εμείς;
Μοιάζουμε να μας έκαψε ένας ήλιος θηριώδης. Καθόλου συμπονετικός. Μας αφυδάτωσε κι ας σταθήκαμε μπροστά του διεκδικώντας το φως.
«Πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια και είναι επικίνδυνο. Έτσι ορθώνεται η άβυσσος», είπες.