Περιγραφή
«… Αλλά βαρέθηκα να αισιοδοξώ μονάχα τα πρωινά, που ο ήλιος λούζει τις απέναντι ταράτσες, ή τα μεσημέρια, αυτά τα ήσυχα μεσημέρια, που τον θόρυβο της πόλης απορροφούν οι κυρίαρχες εξωτερικές τοιχοποιίες κι εγώ στέκομαι θαρρείς σαστισμένος, αφενός με την ομορφιά ν’ ανασαίνεις στην Ελλάδα και να ’σαι ακόμα νέος και υγιής και την ίδια στιγμή, να βουρκώνεις από αγωνία, για όσα φοβάσαι κι αργούν να ’ρθουν».
Η πόλη θα επιμείνω σ’ αγαπάει, επίτρεψέ της να κυματίζει τσιμέντα, υπερένταση και αριθμούς παραπανίσιους στις πρωινές λιακάδες του Απρίλη.
Μεγάλωσες θερίζοντας βλέμματα γελαστά, ανάμεικτα με σκέψεις και άνεμο, μα ούτ’ έναν κόκκο λύπης σου δε γλίτωσες ποτέ.
Τι αποφεύγεις να σκέφτεσαι; Φοβάσαι να διαφέρεις; Και πότε θα σιγουρευτείς, ότι αντέχεις ν’ αγκαλιάζεσαι από ζούγκλα; Άλλα ζωγράφιζες για σένα.
Βάλε εικόνα. Φαντάσου μέρες, που θα ντύσουν εποχές κι ευνοϊκότερες προσωπικές στατιστικές. Οι επιλογές κι όχι οι προσευχές, είναι αυτές που ψιθυρίζουν λύσεις σκόρπιες από ’κεί που δε φαντάζεσαι.
Φυλάς μια στάλα έγκαιρη φωνή για τα παράλογα και δύο ζάρια στα χέρια σου λευκά κι αναποφάσιστα, χωρίς πλεονέκτημα. Αλλά δεν είσαι μοναχά εσύ. Γύρνα πίσω στις λέξεις σου, ξεχώρισε το κόστος από τις υψηλές αξίες. Επικεντρώσου στα σημαντικά.