Συνέντευξη του Πέτρου Κουμπλή στο www.korifogrammi.gr
“..Συχνά οι άνθρωποι συγχέουν το παραμύθι με το ψέμα..Ή απλώς πιστεύουν πως απευθύνεται σε παιδιά κι εκείνους δεν τους αφορά, γιατί έχουν μεγαλώσει και τώρα πια…ξέρουν. Έγραψα αυτή την ιστορία-που έχει δώδεκα διαφορετικές αφηγήσεις- και ονειρευόμουν να γίνει κάποτε παραμύθι… Παραμύθι, παραμυθία, παρηγοριά… ..Έστω κι ένας άνθρωπος να παρηγορηθεί-έστω και μόνο ένας-τότε αυτό το βιβλίο θα ζήσει για πάντα…”.
Με αφορμή το βιβλίο του Πέτρου Κουμπλή: “12 ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνεμος Εκδοτική, ζητήσαμε τις απόψεις του για το σύγχρονο άνθρωπο και την αγάπη, τα όνειρα, το χαμόγελο, το φόβο και τις ευαισθησίες στη ζωή του.
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στη Βίκυ Καλοφωτιά :
Πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο του βιβλίου: “12 ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια?”
Μέσα σ’ένα πολύ μικρό δωμάτιο, με χιλιάδες χαρτιά πεταμένα, σημειώσεις, μουτζούρες, cd και βιβλία, βρίσκεται ο αγαπημένος μου χώρος, το γραφείο μου. Εκεί υπάρχουν στιγμές, που αφήνομαι πλήρως κι ονειρεύομαι. Ένα απ’τα όνειρά μου γεννήθηκε εκεί, χωρίς να θυμάμαι ακριβώς την ώρα, τον τρόπο, την ακριβή διαδικασία. Οι 12 Ιστορίες είναι προϊόν ονείρου.
Τι χρειάζεται να διαθέτει μια ιστορία, έτσι ώστε «όταν μεγαλώσει», να εξελιχθεί σε παραμύθι?
Να μη μεγαλώσει. Να μη θεωρήσει, πως είναι κάτι σημαντικό, πως πρέπει οπωσδήποτε να υπηρετήσει κάποιον ρόλο, μια σοβαρή αποστολή. Η ιστορία γίνεται παραμύθι -δηλαδή παραμυθία, παρηγοριά- όταν κρατά την αθωότητά της, όταν η ίδια της η παρουσία, χωρίς την παραμικρή επιτηδευμένη προσπάθεια, είναι αρκετή για να καταπραΰνει/ηρεμήσει/θεραπεύσει όσους την αναζητήσουν.
Αναφέρετε στο βιβλίο σας: “..Χάθηκε στην αγκαλιά του. Αυτή η αγκαλιά ήταν η πατρίδα της. Το σπίτι της. Όχι το άλλο μισό του εαυτού της, μα ο ίδιος της ο εαυτός..”. Θεωρείτε εφικτό, να ανθίσουν στην εποχή μας, μεγάλες αγάπες και να επιτευχθεί η απόλυτη Ένωση?
Καμία εποχή δεν είναι Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ, καμία δεν είναι η ιδανική, η απολύτως βολική, ευνοϊκή. Ο άνθρωπος , ως ύπαρξη, είναι πιο σημαντικός από την όποια περίσταση, κατάσταση, συγκυρία. Η πνευματική ένωση δυο ψυχών δεν εξαρτάται από την εποχή. Είναι ένας δρόμος εσωτερικός, που ξεπερνά, που υπερβαίνει τα ιστορικά, κοινωνικά δεδομένα. Είναι κάτι ανώτερο. Κι επομένως, δύσκολο να αναλυθεί λογικά, επεξηγηματικά. Απλώς συμβαίνει.
Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται τόσο να αποβάλλει το φόβο και την ανησυχία από την καρδιά του? Ο σύγχρονος άνθρωπος κουβαλά όλα τα δεινά του παλαιού ανθρώπου. Γεννιέται και πεθαίνει με την επίπονη εμμονή του Διαχωρισμού. Όλοι είμαστε χωρισμένοι σε θρησκείες, ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Παντού σύνορα και απαγορεύσεις. Έχουμε εφεύρει οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το ανθρώπινο μυαλό, αρκεί να είμαστε χωρισμένοι. Επομένως και φοβισμένοι. Όλα είναι εχθρικά τριγύρω μας. Όλα εν δυνάμει μπορεί να στραφούν εναντίον μας. Στο βιβλίο υπάρχει το κεφάλαιο «Για να μην πεθάνει το κορίτσι ή αλλιώς Όλα για το Κλουβί». Εκεί εξηγώ για την παράλογη φοβία των ανθρώπων. Πώς εθίζονται στον φόβο, πώς τον υπηρετούν, πώς καταστρέφουν τη ζωή τους για έναν φόβο. Εκεί υπάρχει ένα Κλουβί, μια άγνωστη θεότητα που ορίζει τα πάντα. Σε μία…άλλη εποχή υπάρχουν οι Αγορές, η Οικονομία, το Χρηματιστήριο. Θεότητες και Φόβοι, που ελέγχουν τις ζωές αληθινών ανθρώπων.
“..Δεν πετάω..εσύ πετάς. Πετάς και για μένα. Εγώ απλώς κάθομαι μέσα σε ένα πανί. Και περιμένω. Κι εσύ πετάς. Κι εγώ περιμένω..Κι εσύ πετάς..”. Πώς βλέπετε την τάση των γονέων, να διστάζουν να αφήσουν τα παιδιά τους να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους «φτερά», παρατείνοντας έτσι την παιδική τους ηλικία με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται?
Το να είσαι γονιός, είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει στον κόσμο. Ο γονιός είναι η απόδειξη της πνευματικής ένωσης δύο ανθρώπων. Η πιο απτή περίπτωση βαθιάς υπόκλισης της ύλης και του ενστίκτου επιβίωσης, απέναντι σε μια ανώτερη πνευματική σχέση. Ο γονιός, ξεπερνά τη δύναμη της ύλης και δέχεται ακόμα και να πέσει στη φωτιά, να θυσιαστεί για το παιδί του. Πρόκειται για μια θεϊκή σχέση. Συχνά η έκφραση αυτής της σχέσης –επειδή είμαστε άνθρωποι με πάθη και λανθασμένες συμπεριφορές- μπορεί να μην είναι εκείνη, που αξίζει στην ουσία της. Θαυμάζω τους ελεύθερους γονείς, που μεγαλώνουν ελεύθερα παιδιά. Εκείνους, που ξεπερνούν ακόμα και τους δικαιολογημένους φόβους τους, τις προσωπικές τους ανασφάλειες κι αφήνουν τα μικρά πλάσματα που έφεραν στον κόσμο, να πετάξουν με τις δικές τους δυνάμεις. Θαυμάζω τους γονείς, που δε λένε «ξέρεις τι θυσίες έκανα εγώ για σένα;», που δεν προσθέτουν το βαρίδιο της «υποχρέωσης» στα παιδιά τους. Ένας γονιός θα σκέφτεται το παιδί του για πάντα. Ένας καλός γονιός θα το σκέφτεται για πάντα –και χωρίς το παιδί να το ξέρει.
Ο «άγριος σκύλος» στο βιβλίο σας επιστρέφει στον αγώνα και ξαναδίνει τη μάχη του. Πόσο συχνά στις μέρες μας, εντοπίζετε ανθρώπους, που παρά τις δυσκολίες, επιστρέφουν στην ενεργό δράση και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους?
Ο «άγριος σκύλος» του βιβλίου μου επιστρέφει στη μάχη, γιατί αντλεί από αυτή ικανοποίηση, προσωπική ευχαρίστηση. Του είναι αρκετό που μάχεται. Δεν θέλει κάτι άλλο, δε θέλει ν’αναρωτηθεί, να προχωρήσει. Έχει διαλέξει τον ρόλο του παθιασμένου μαχητή -και μόνον αυτόν- και δε μπορεί να φανταστεί καν τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό. Ξέρει μόνο να γαβγίζει. Κι αυτό θα κάνει για πάντα- του είναι αρκετό.
Με ποιό τρόπο θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες ευαισθησίες σε κάθε άνθρωπο, χωρίς να σπεύδουμε να βγάζουμε συμπεράσματα και να είμαστε προκατειλημμένοι απέναντί του?
Με το να θεωρούμε τον κάθε άνθρωπο προέκταση του εαυτού μας. Με διαφορετική όψη, φωνή, διαφορετικά μαλλιά, μάτια, ρούχα και ιστορία, αλλά…κομμάτι εαυτού μας. Ναι, καταλαβαίνω πως δεν είναι εύκολο, αλλά ξέρετε εσείς κάτι που να είναι εύκολο; Σας παραπέμπω στο «Ούτε Ένα Δάκρυ» του βιβλίου μου. Αυτή η ιστορία ίσως σας προτείνει κάποιον τρόπο.
Πώς θα συνειδητοποιήσουμε, ότι όλη η δύναμη του κόσμου βρίσκεται μέσα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να απλώσουμε το χέρι και να διεκδικήσουμε αυτά που επιθυμούμε?
Πολλοί άνθρωποι χρειάζονται εμπειρικές αποδείξεις. Πρέπει να ζήσουν δύσκολες καταστάσεις, προβλήματα υγείας, απώλειες, ακραία γεγονότα, για να συνειδητοποιήσουν την εσωτερική τους δύναμη, τον πνευματικό εαυτό τους. Μέχρι να γίνει βίωμα, πιστεύουν και επενδύουν μόνο σε ό,τι (ελλιπές) ξέρουν, βλέπουν και μπορούν να προσεγγίσουν λογικά. Άλλοι αφήνονται σε τεχνικές, σε διδασκάλους, σε συναισθηματικές εξάρσεις, για ν’αγγίξουν αυτή τη δύναμη. Πολύς ανώφελος κόπος για κάτι που υπάρχει ήδη μέσα μας.
Πώς θα επικρατήσει η αλήθεια σε μια εποχή, όπου τα ψέματα συνεχώς ανατροφοδοτούνται και παίρνουν γιγαντιαίες διαστάσεις? Για ποια αλήθεια μιλάτε; Έχετε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας;
Η λέξη «αλήθεια» περιφέρεται εδώ και χιλιάδες χρόνια από κείμενο σε κείμενο, από κουβέντα σε κουβέντα και είναι αρκούντως γενική κι αόριστη, αδιαπραγμάτευτη και αδιάλλακτη, ικανή να χωρίζει τους ανθρώπους. Όλοι την επικαλούνται, χωρίς να ξέρουν πραγματικά τι εννοούν. Αν γνώριζαν, θα ήταν τόσο ευτυχείς, που δε θα χρειαζόταν- με αγριεμένα, αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα- να επιχειρηματολογήσουν για εκείνη. Η ίδια τους η ζωή θα ήταν μια αλήθεια. Το πρόβλημα αυτού του κόσμου δεν είναι τα ψεύδη που λέμε, αλλά οι αλήθειες που δεν ζούμε.
Πότε και πώς θα μάθουμε επιτέλους να δίνουμε σημασία στην ομορφιά που υπάρχει σε καθετί γύρω μας? Τώρα. Αυτή την στιγμή που μιλάμε. Μην περιμένετε κάτι να ωριμάσει σε μια κοινωνία, σε μια ομάδα ανθρώπων. Μην ερωτεύεστε τα ίδια τα ερωτήματα και τις όμορφες λέξεις μας, τη γοητεία οποιουδήποτε προβληματισμού. ΤΩΡΑ. Κάντε το τώρα. Δώστε τώρα σημασία στην στιγμή σας. Μπορείτε;
Γιατί ο σημερινός άνθρωπος-ενώ επιθυμεί να περιβάλλεται συνεχώς από κόσμο-επιζητά όλο και συχνότερα τη μοναξιά?
Γιατί χρειάζεται χρόνο. Πάντοτε ο άνθρωπος χρειάζεται εκείνον τον κρίσιμο χρόνο, για να τακτοποιήσει τη σκέψη του, να ονειρευτεί, να μη χρειάζεται να δώσει παράσταση.
“..Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο ανάμεσα στη δίψα του θαλασσοπόρου για νέα ταξίδια, στο πάθος του ερωτευμένου για δύο μάτια, στην περιέργεια ενός παιδιού ν’ανακαλύψει τον κόσμο…”, κι όμως πολλές φορές διαπιστώνουμε, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος απομακρύνεται από τη φύση του και «πάει κόντρα» σε αυτήν. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό?
Δεν ξέρω. Μα ό,τι και να κάνει- και για όσο υπάρχει αυτός ο κόσμος- ποτέ δε θα μπορέσει τελικά να τα βάλει με τη δίψα του ταξιδευτή, το πάθος του ερωτευμένου και την περιέργεια του παιδιού.
“..Όταν οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν κάτι, ή το πολεμούν ή το ενστερνίζονται πλήρως…”, διαβάζουμε στο βιβλίο σας. Γιατί πιστεύετε, ότι επικρατεί αυτή η τάση?
Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να ζουν ελεύθεροι. Δεν έχουν την ελευθερία να σταθούν απέναντι σε κάτι καινούριο, άγνωστο, που δεν έχει συγκεκριμένη αναγνωρίσιμη μορφή. Ή θα το φοβηθούν (και θα το πολεμήσουν) ή θα το αγκαλιάσουν ειδωλολατρικά, σαν να’ναι Θεός.
Πόσο συχνά βλέπετε τους ανθρώπους γύρω σας να χαμογελάνε διάπλατα, πηγαία και αληθινά?
Πιο συχνά και πιο απροσδόκητα απ’όσο συχνά περιμένω κι εγώ ο ίδιος.
Μοιραστείτε ένα μήνυμα-σύνθημα που θα θέλατε να απευθύνετε στους αναγνώστες σας αλλά και γενικότερα σε όλους τους ανθρώπους, για να συνεχίσουν «να ζουν, να αγαπούν και να μαθαίνουν», κατά τον Leo Buscaglia και κατά τα διαχρονικά νοήματα, που αναδύονται μέσα από τις 12 ιστορίες σας.
Δεν χρειαζόμαστε κανένα σύνθημα, κανένα σλόγκαν, καμία αυθεντία να μας πάρει από το χέρι. Ξέρουμε ήδη τα πάντα. Τα ξέρουμε από μικροί. Αν τα ξεχάσαμε, ας ρωτήσουμε ξανά τα παιδιά μας.
Ο Πέτρος Κουμπλής είναι δημοσιογράφος.
Από τα δεκαοκτώ χρόνια του ασχολείται με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές, έχει επιμεληθεί και παρουσιάσει ενημερωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα, έχει ασχοληθεί με ντοκιμαντέρ, τη συγγραφή σατιρικών κειμένων και τη σκηνοθεσία.
Έργα του: «Η θεία Δίκη» (μυθιστόρημα), «Ο Θεός βαριέται τώρα τελευταία» (θεατρικό).
Επί σειρά ετών διατηρεί καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο.