Musicity.gr - Πέτρος Κουμπλής: «Ο άνθρωπος είναι το όνειρό του. Είναι η διαρκής προσδοκία της επόμενης ανάσας...»


Συνέντευξη:  Βεατρίκη Ψυχάρη

Δημοσίευση: Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012



Με «12 ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια» πλασμένες από τα χέρια του και άλλες τόσες, που ταξιδεύουν στις γειτονιές όλου του κόσμου, ο Πέτρος Κουμπλής μας συνάντησε για έναν βροχόλουστο καφέ με θέα την Ακρόπολη, τα σοκάκια του κέντρου και τα μυστήρια κόλπα του ουράνιου τόξου. Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, μας μίλησε για το καινούριο του βιβλίο, θαύμασε τη σοφία του παιδικού βλέμματος, φιλοσόφησε την καθημερινότητα, έχτισε 12 παραμύθια από την αρχή  και τελικά έγινε κι ο ίδιος ένα από αυτά...


Γιατί, άραγε, να γράψει κανείς ένα βιβλίο…;

Υπάρχει μία σκηνή στην ταινία «Billy Eliot», στην οποία ο πρωταγωνιστής, ένας εντεκάχρονος νεαρός, περνά από μια επιτροπή προκειμένου να γίνει δεκτός στην ακαδημία χορού του Λονδίνου. Εκεί τον ρωτούν για ποιο λόγο χορεύει και εκείνος με απόλυτη φυσικότητα τους απαντά πως υπάρχει μία εσωτερική «θέρμη», η οποία τροφοδοτεί ακριβώς αυτήν την ανάγκη του και ανεξήγητα τον οδηγεί στο χορό. Έτσι κι εγώ, σαν ένας άλλος Billy Eliot της συγγραφής, έχω την ανάγκη να εκφράζομαι, να μοιράζομαι με αυτόν τον τρόπο. Τυχαίνει να εκφράζω αυτό που έχω μέσα μου και μέσω του επαγγέλματός μου, μιας και είμαι δημοσιογράφος, το οποίο με έχει εφοδιάσει με τεχνικές, οι οποίες σχετίζονται με τη συγγραφή, έχοντας ως κοινό παρονομαστή την παρατήρηση της ζωής. Ίσως, τελικά, αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να μιλάω, να εξωτερικεύω αυτά που νιώθω και αυτά που είμαι. Ίσως, το γράψιμο είναι ο δικός μου χορός.


«Nάρκης το? ?λγους δοκιμές, ?ν Φαντασί? καί Λόγ?» έχει γράψει ο Κ.Π. Καβάφης σε έναν «ύμνο» προς την τέχνη. Λειτουργεί και για σένα κατ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη; Ως  ένα καταφύγιο από τον πόνο, το φόβο ή ακόμη και τη φθορά;

Σε μένα η τέχνη λειτουργεί και ως καταφύγιο, αλλά, όχι αποκλειστικά και μόνον υπό αυτήν την έννοια. Δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων, που αντιμετωπίζουν την τέχνη μόνον ως λύτρωση. Σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη ζωή μου εγώ σκέφτομαι το γράψιμο. Κάθε στιγμή, που βιώνω ή φαντάζομαι, μετατρέπεται σε μια ιστορία, που θα γράψω, ή σε μια ιστορία, που δε θα γράψω, αλλά, θα την κουβαλώ στο μυαλό μου και ίσως τη γράψω αργότερα. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργώ ως άνθρωπος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου.

 

Μέσα σε ένα ολόκληρο βιβλίο φαντάζομαι πως υπάρχουν τόσο σημεία «πλασμένα» από τη φαντασία, όσο και σημεία αναπαράστασης της δικής σου πραγματικότητας. Ποια είναι πιο «δύσκολη» υπόθεση; Η μυθοπλασία ή η εξομολόγηση;

Π.Κ: Ενώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, ζω τη ρουτίνα και την καθημερινότητά μου -χωρίς αυτό να είναι αναγκαία κακό, άλλωστε το 99% της ζωής μας είναι καθημερινότητα- παράλληλα, κουβαλάω κι έναν κόσμο φανταστικό. Ένα παράλληλο σύμπαν, αν θες, το οποίο λειτουργεί ταυτόχρονα με αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα και στο οποίο μεταφέρω οτιδήποτε απτό και απλό παρατηρώ και το πλάθω, όπως θέλω εγώ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω το πραγματικό από το φαντασιακό, στιγμές που αυτές οι δύο πραγματικότητες μπλέκονται μεταξύ τους. Ακούγεται κάπως σχιζοφρενικό, τελικά, όμως, είναι πολύ λογικό. Άλλωστε, κανείς δε μπορεί να πει πως αυτό που βλέπει είναι η μία και μοναδική αλήθεια που υπάρχει. Έτσι, ως συγγραφέας επωφελούμαι από αυτή τη «σύγχυση», μιας και μπορώ να την αποδώσω σε λέξεις.  


Ένας καλλιτέχνης, όταν αποφασίζει να δημοσιοποιήσει το δημιούργημά του, πέρα από την ανάγκη επικοινωνίας, δεν προσπαθεί να ικανοποιήσει και μια υποβόσκουσα επιθυμία για θαυμασμό;

Η ανάγκη μου να εκφραστώ είναι πολύ βαθειά, είναι μία πνευματική ανάγκη, η οποία δεν υποκινείται από το χειροκρότημα. Ωστόσο, είμαστε πλάσματα που λειτουργούμε και με γνώμονα την ψυχολογία, οπότε, το «μπράβο» που θα ακούσουμε μας δίνει φόρα για να συνεχίσουμε, χωρίς αυτό να δηλώνει μια ναρκισσιστική τάση. Το δημιούργημα, για το οποίο θα χειροκροτηθείς, είναι κάτι που έχει τελειώσει. Έχεις περάσει την εσωτερική διαδικασία της σύλληψης και της γραφής- άλλωστε, αυτό είναι και το ζητούμενο-, έχεις δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμα και πλέον έχει φύγει από τα δικά σου χέρια. Αυτό, που θα ακολουθήσει, θα σου δώσει την ώθηση για το επόμενο βήμα. Όταν κάποιος άνθρωπος, ανάμεσα στην πληθώρα των επιλογών που υπάρχουν, αποφασίσει να ασχοληθεί με κάτι που έχω γράψει εγώ και να μου κάνει ένα σχόλιο, σε εμένα αυτό θα λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη για το επόμενο δημιούργημα. Άλλωστε, δε σου χρωστάει κανείς να ασχοληθεί μαζί σου.


Κι αν δεν είναι το χειροκρότημα η στιγμή της «απογείωσης», τότε ποια είναι; 

Ο πρώτος δυνατός «οργασμός» έρχεται το δευτερόλεπτο που συλλαμβάνεις την ιδέα. Νομίζεις πως σε χειροκροτεί το σύμπαν, πως το κοινό σου είναι οι θεοί όλου του κόσμου. Είναι η πρώτη μεγάλη στιγμή που βιώνεις, η στιγμή που γεννιέται κάτι. Η επόμενη μεγάλη στιγμή είναι, όταν αποφασίζεις να κάνεις πράξη την ιδέα σου. Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρεις να δώσεις μορφή στη σύλληψή σου. Πολλοί άνθρωποι έχουν καλές ιδέες, όμως, δεν προχωρούν στην υλοποίηση αυτών. Το χειροκρότημα, που νοητά ακούς εκείνη τη στιγμή, είναι ανεκτίμητο. Ίσως είναι και πιο σημαντικό από το χειροκρότημα που έρχεται στη συνέχεια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το δεύτερο είναι υποτιμητέο. 

 

«12 ιστορίες που ονειρεύονται να γίνουν παραμύθια»… Τι είναι αυτές οι 12 ιστορίες; Πώς ξεκίνησαν και γιατί έγιναν 12 αφού κατ’ ουσίαν είναι μία; 

Πρόκειται για μία ιστορία, αφού μία είναι και η ζωή μας. Εάν υπήρχαν περισσότερες, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και παρηγορητικό, όμως, εγώ παίρνω ως δεδομένο πως η ζωή είναι μία. Ακόμη και αυτό που ακολουθεί μετά το τέλος της, το θεωρώ ένα με αυτήν. Στη ζωή, που βιώνουμε ως σώμα, περιπλανιόμαστε σε  πολλές διαφορετικές περιπέτειες χωρίς να ξέρουμε ποια θα είναι η επόμενη, με ποιους ανθρώπους θα συναντηθούμε ή τι θα λειτουργήσει κομβικά για τη συνέχειά μας. Μπορεί μια βίδα ή ένα σκυλί, που σε καθυστέρησε για λίγα δευτερόλεπτα κι έτσι δε μπήκες σε ένα ασανσέρ,  το οποίο μπορεί να έπεφτε, να σου αλλάξει ολόκληρη τη ζωή. Όπως η ζωή, λοιπόν, απαρτίζεται από διαφορετικές ιστορίες και δε μπορούμε να προβλέψουμε τίποτε, έτσι και οι δικές μου ιστορίες και οι ήρωές τους είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Μιλάνε άψυχα αντικείμενα και περιφέρονται μέσα στο χρόνο, από το 1860 μέχρι το σήμερα. Έτσι, είναι δώδεκα ιστορίες, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία. Το βιβλίο ξεκινά ακριβώς την ίδια στιγμή που τελειώνει. Στο ενδιάμεσο υπάρχει το σύμπαν, οτιδήποτε μπορώ εγώ να ορίσω ως ζωή.


Και πώς θα καταφέρουν να γίνουν παραμύθια; 

Οι ίδιες οι ιστορίες ονειρεύονται. Όπως και οι άνθρωποι ονειρεύονται. Άλλωστε, τελικά, ο άνθρωπος είναι το όνειρό του. Είναι η διαρκής προσδοκία της επόμενης ανάσας. Μόνον της επόμενης ανάσας. Δε γνωρίζουμε τίποτε πιο μακρινό από αυτήν και δε μπορούμε να ορίσουμε τίποτε από αυτά που ανήκουν στο μέλλον. Το σημαντικό, λοιπόν, είναι το κομμάτι του ονείρου. Εάν αυτές οι ιστορίες θα καταφέρουν να γίνουν παραμύθια, έγκειται αποκλειστικά στον εκάστοτε αναγνώστη. Εγώ είμαι αυτός που εύχομαι να καταφέρουν να γίνουν παραμύθια. Όπως γράφω και μέσα στο βιβλίο, το παραμύθι έχει να κάνει με την παραμυθία, δηλαδή την παρηγοριά. Είναι προσωπική υπόθεση του καθένα, το εάν θα βρει μέσα από αυτό το βιβλίο κάτι, το  οποίο θα μπορέσει να τον παρηγορήσει, κάτι περισσότερο από την τοποθέτηση ωραίων λέξεων σε σειρά. Ένας φίλος μου είχε πει πως υποτιμώ το βιβλίο προσδοκώντας από αυτό απλώς να παρηγορήσει κι αυτό γιατί ξεπερνά το συναίσθημα και αγγίζει το πνεύμα. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι κυρίως το πνεύμα του. Σε πρώτη φάση, όμως, ελπίζω να μπορέσει να παρηγορήσει τους ανθρώπους. Εξάλλου, είναι τόσο σημαντικό για την εποχή μας ένα τέτοιο επίτευγμα!



Τα γεγονότα μέσα στο βιβλίο συνδέονται μέσα από μία ανεξήγητη τυχαιότητα. Και στη ζωή έτσι γίνεται; Υπάρχει μία κλωστή που συνδέει τις στιγμές μας και πλάθει την προσωπική ιστορία του καθένα;

Αν υπάρχει κάποιος, ο οποίος γνωρίζει αυτήν την, επιστημονική ή μη, σχέση, που εξηγεί την αλληλουχία των γεγονότων της ζωής μας, ας μας ενημερώσει! Μέχρι στιγμής, αυτά τα λίγα χρόνια που κατοικώ σε αυτή τη γη, δεν έχω μάθει με ποιο τρόπο συνδέονται οι καταστάσεις της ζωής. Ξέρω μόνον πως συνδέονται. Υπάρχει αυτή η κλωστή, που ενώνει τόσο εμάς με τους γύρω μας, όσο και εμάς με το σύμπαν και γεννά τη συγγένεια των περιστατικών, που μας συμβαίνουν. Δε γνωρίζω τον τρόπο, με τον οποίο θα ενωθούν οι στιγμές μας και το τι θα φέρει αυτή η κλωστή στο δρόμο μας. Επομένως, μέσα στο βιβλίο, κι όχι για σκηνοθετικούς λόγους, υπάρχει η αίσθηση του απρόβλεπτου. Ποτέ δεν ξέρεις για τι θα μιλά η επόμενη ιστορία. Αλλά και στη ζωή, ποιος ξέρει ποια θα είναι η επόμενη ιστορία του...;


Σε ένα σημείο του βιβλίου γράφεις: «Κι ό, τι δε μπορούν να εξηγήσουν οι άνθρωποι, το κατηγορούν». Πιστεύεις πως αυτή η αλαζονεία του ανθρώπου, που τον οδηγεί στο να κατηγορεί το, για τα δικά του δεδομένα, ανεξήγητο, έχει συμβάλει στην αποκοπή του από τον ίδιο τον άνθρωπο;

Πάντα οι άνθρωποι φοβούνταν οτιδήποτε δεν καταλάβαιναν. Είναι στη φύση του ανθρώπου, είτε να πολεμά, είτε να ενστερνίζεται πλήρως οτιδήποτε δεν καταλαβαίνει. Και κάπως έτσι δημιουργείται και η έννοια της θρησκείας και του Θεού. Η δυσκολία κρύβεται στο να καταφέρεις να κατανοήσεις αυτόν τον κόσμο, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα. Ωστόσο, δεν είναι φαινόμενο της σημερινής εποχής μόνον, αυτό που περιγράφεις. Για μένα, η ελευθερία είναι η λέξη κλειδί. Πάντοτε ο άνθρωπος λειτουργούσε με αυτόν τον τρόπο, γιατί ποτέ δεν ήταν ελεύθερος. Είναι εγκλωβισμένος στα πέντε πράγματα, που του έχουν δώσει ως γνωστικό πεδίο, κρατιέται από εκεί και οχυρώνεται πίσω από αυτά. Έτσι, οτιδήποτε διαφορετικό εμφανιστεί μπροστά του, τον ταρακουνά. Ο άνθρωπος δεν αντέχει το ταρακούνημα, την πραγματική, πνευματική ελευθερία. Η πνευματική ελευθερία σε θέτει σε μία μόνιμη εσωτερική εγρήγορση κι αυτό πολλές φορές είναι δύσκολη υπόθεση. Εάν ο άνθρωπος καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο του, το τοπίο θα γίνει εντελώς διαφορετικό. 


Κατά πόσο, όμως, είναι εύκολο για έναν άνθρωπο να σπάσει αυτά τα «δεσμά»; 

Τίποτε δεν είναι εύκολο. Αλλά και η ζωή που ζούμε είναι πολύ δύσκολη. Δε μπορώ να καταλάβω τι μας ευχαριστεί στο να ζούμε έτσι, πάντοτε κατηφείς και ποτέ ευχαριστημένοι, και να μην προσπαθούμε για κάτι καλύτερο. Οι δρόμοι υπάρχουν μέσα μας. Πρέπει, λοιπόν, να αποφασίσουμε ποιον θα ακολουθήσουμε. Είναι επίπονη διαδικασία, αλλά, εξίσου επίπονα είναι και όσα βιώνουμε. Η δίψα μας για κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό, για πραγματικές στιγμές ευτυχίας είναι που μας οδηγούν στην αναζήτηση του διαφορετικού. Στην ιστορία «Όλα για το κλουβί», ένα απλό κλουβί καταστρέφει μια ολόκληρη κοινωνία ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μεγαλώσει με την πεποίθηση πως αυτό το κλουβί είναι κάτι σα Θεός και χωρίς περαιτέρω προσωπική αναζήτηση το υπηρετούσαν τυφλά, φθάνοντας στο τέλος να καταστραφούν από αυτό το ίδιο. Κι αυτό συνέβη σε κάποιους ανθρώπους που έζησαν το 1870, είχαν μία ζωή και την κατέστρεψαν στο βωμό μια τεχνητής φοβίας. Εμείς έχουμε έρθει για να κάνουμε κάτι περισσότερο. Προσωπικά, δε μου αρκεί να υπηρετώ ένα κλουβί, το οποίο μπορεί να μετονομαστεί ως Θρησκεία, Οικονομία, Κράτος, Χρηματιστήριο. Θέλω να είμαι ελεύθερος κι αυτή είναι μία ανάγκη που ξεπερνά τα δεδομένα της ζωής μου και έχει να κάνει με την ίδια την ύπαρξή μου. 


Σε αρκετά σημεία κάνεις λόγο για το χρόνο και το πέρασμά του, για την ατέρμονη πορεία του. Πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η αδιάκοπη πορεία του για τη ζωή ενός ανθρώπου; Αυτή η πορεία, που δε διακόπτεται, ακόμη κι όταν το προσωπικό σύμπαν κάποιου καταρρέει, όταν χάνει τη γυναίκα και το παιδί του ή καθηλώνεται σε ένα κρεβάτι;

Π.Κ: Ούτε κι εγώ ο ίδιος έχω καταφέρει να δεχτώ αυτήν την αδιάκοπη πορεία του. Μέσα από το βιβλίο προσπαθώ κι εγώ ο ίδιος να το εξηγήσω στον εαυτό μου. Δεν έχω ξεκάθαρες απαντήσεις για όλα αυτά τα ερωτήματα που μπορεί να γεννώνται κι αυτό γιατί οτιδήποτε γράφω είναι προσωπικές αναζητήσεις. Γι’ αυτό το λόγο, δεν παίρνω κανέναν από το χέρι για να του υποδείξω πώς έχουν τα πράγματα. Το ζήτημα της αδικίας του χρόνου είναι κάτι που ούτε εγώ έχω καταφέρει να ξεδιαλύνω. Παρ’ ότι μιλάω για κάτι πνευματικό και αναζητώ κάτι πνευματικό, συγχρόνως, με το πεπερασμένο της δικής μου διάνοιας αδυνατώ να ορίσω την αδικία του χρόνου, του γήρατος, της απώλειας και γενικά την αδικία που μας περιβάλλει. Υπάρχουν στιγμές, όπως στο «Η ζωή και ο προσωρινός θάνατος της Ελεονόρας Βάις» και στο «Viva la vida», οι οποίες καταφέρνουν να υπερβούν το χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω καταλήξει πουθενά. Η απάντηση είναι... πως δεν έχω απάντηση! 


Σε όλα αυτά τα «μελανά» σημεία της ζωής, η τέχνη -σε οποιαδήποτε μορφή της-μπορεί να λειτουργήσει ως σανίδα σωτηρίας; 

Εάν ορίζουμε την τέχνη ως βιομηχανία ή ως αντικείμενο δημοσίων σχέσεων, τότε, δεν της δίνω καμία σημασία. Αντιθέτως, ορίζοντας την τέχνη ως αναζήτηση, μπορώ να πω πως λειτουργεί ως σωτήρας. Δε δίνει αναγκαία απαντήσεις, μπορεί, όμως, πάνω σε μία κρίσιμη στιγμή, ένα τραγούδι ή ένα βιβλίο να εμφανιστεί μπροστά σου, να σου δώσει το χρόνο, που μέσα στις διαδρομές του μυαλού έχεις χάσει και να σε σώσει από το ναυάγιο σου. Ο νους του ανθρώπου είναι φλύαρος, φτιάχνει δικά του μαύρα σενάρια. Έτσι, την κατάλληλη στιγμή έρχεται η τέχνη να βάλει σε τάξη αυτό το χάος. Είναι η απαραίτητη σιωπή του νου. Ναι, λοιπόν, σανίδα σωτηρίας μπορεί να είναι και η τέχνη. Μπορεί να είναι απλώς κι ένας άνθρωπος, που σου είπε κάτι. Όταν ήμουν είκοσι δύο χρονών κι ενώ είχα αρχίσει ήδη να μπαίνω για τα καλά στα επαγγελματικά μονοπάτια, πέρασα μία φάση, στην οποία ένιωθα μια άρνηση για όλα αυτά που ζούσα, για τον κόσμο τον ίδιο, στον οποίο ζούσα. Τότε, μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο, δύο άγνωστοι άνθρωποι, αναγνωρίζοντάς με από την εκπομπή που έκανα τότε στην τηλεόραση, με πλησίασαν και μου είπαν δύο κουβέντες. Τα απλά λόγια αυτών των ανθρώπων, τους οποίους δε γνώριζα και ίσως δε συναντήσω ποτέ ξανά, με έκαναν να δω τα πράγματα από μια άλλη οπτική. Για μένα αυτό ήταν σανίδα σωτηρίας, ήταν τέχνη! Έχει να κάνει με τον άγνωστο Θεό, στον οποίο είναι αφιερωμένο και ολόκληρο το βιβλίο.


Ανέφερες πως το παραμύθι έχει να κάνει με την παραμυθία, δηλαδή την παρηγοριά. Πιστεύεις πως σήμερα χρειαζόμαστε παρηγοριά ή αφύπνιση;

Η έννοια της αφύπνισης είναι καθαρά υποκειμενική. Για μένα, αφύπνιση είναι το κατόρθωμα της απόκτησης μιας διαφορετικής παρατήρησης της ζωής. Γι’ αυτό, άλλωστε, ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. «Αφυπνίζομαι» δε σημαίνει απαραίτητα «επαναστατώ με τους όρους που ξέρω».  Δυστυχώς, όμως, είναι τόσο επιτακτική ανάγκη η κοινωνική αλλαγή, που πολλές φορές η πνευματική αφύπνιση μοιάζει με λόγια ποιητή, ο οποίος αναζητά τον αυτοθαυμασμό. Αφύπνιση σημαίνει να ξυπνάς το πρωί και να σχεδιάσεις το δρόμο, τον οποίο θα ακολουθήσεις. Εάν δεν το κάνεις, δεν έχει νόημα και να ξυπνήσεις. Εκτός κι αν μας αρκεί να περιφέρουμε λέξεις. 


Παρ’ όλα αυτά, το παραμύθι, εκτός από τη σύνδεσή του με την παρηγοριά, είναι κι αυτό που τελειώνει με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Υπάρχει χώρος για ένα τέτοιο χαρούμενο τέλος; 

Έχουμε μια τάση να μιλάμε πάντα για το τέλος και να το χαρακτηρίζουμε, χάνοντας με αυτόν τον τρόπο την παρούσα στιγμή. Για μένα το παρόν είναι το κλειδί της ζωής. Τα παιδιά είναι οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι κι αυτό γιατί τα παιδιά αντιπροσωπεύουν το απόλυτο «τώρα». Εάν πεις κάτι δυσάρεστο σε ένα παιδί, θα στενοχωρηθεί τη στιγμή που του το λες, αλλά την ακριβώς επόμενη στιγμή θα αραδιάσει τα παιχνίδια του και θα αρχίσει να παίζει ξανά. Τα παιδιά έχουν τη σοφία «του παρόντος». Μια σοφία, που όλοι κουβαλάμε, όμως,  στην πορεία της ζωής μας την ξεχνάμε. Ο λόγος για τον οποίο την ξεχνάμε είναι ο εγκλωβισμός και η προσκόλλησή μας στην εμπειρία. Δεσμευόμαστε στη γνώση, που έχουμε αποκτήσει και δεν αφηνόμαστε στο να γνωρίσουμε τα δισεκατομμύρια πράγματα, που υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι, ενώ η πείρα είναι κάτι απαραίτητο, καταλήγει να γίνεται το μεγαλύτερο κλουβί.


Τελειώνοντας, πες μας για τα «ταξίδια» που θα κάνει ακόμη αυτό το βιβλίο αλλά και τη συνέχεια των καλλιτεχνικών σου περιπλανήσεων.

Είμαι πραγματικά χαρούμενος γιατί ο κόσμος έχει ανταποκριθεί σε αυτή τη δουλειά και υπάρχουν πολλές προσκλήσεις τόσο από την Αθήνα, όσο και από την επαρχία, για να παρουσιάσω το βιβλίο και να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους, που το πήραν στα χέρια τους και τους άγγιξε.  Στο πρόγραμμα υπάρχουν αρκετά ταξίδια ακόμη σε πόλεις όλης της Ελλάδας. Βέβαια, πρέπει να επισημάνω πως είμαι πολύ τυχερός, γιατί δίπλα μου έχω τους ανθρώπους του εκδοτικού οίκου «Άνεμος». Είναι άνθρωποι, οι οποίοι πολύ συνειδητά κάνουν τη δουλειά τους και στηρίζουν ουσιαστικά τους συνεργάτες τους, φτιάχνοντας μια κοινότητα ανθρώπων, συνεργατών, αναγνωστών. Τέλος, στα μελλοντικά σχέδια υπάρχει το ανέβασμα του θεατρικού έργου, το οποίο έχω γράψει, με τίτλο « Ο Θεός βαριέται τώρα τελευταία».


Πηγή







Ακολουθήστε τον Άνεμο

  
      

Πνοή Ανέμου στην ελληνική ποίηση

Άνεμος Εκδοτική spot

Spot Χρήστος Φλουρής - «Σπίθα»

Spot Γιάννης Φιλιππίδης - «Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης»

Spot Ελίνα Γαλανοπούλου - «Μια ζωή άντρες»

Spot Γιάννης Φιλιππίδης - «Κρατάς μυστικό;»