Page 6 - «28 αντίγραφα» - Θεόδωρος Πάλλας - Άνεμος Εκδοτική
P. 6
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΛΛΑΣ
σε τρις. Ευχαριστημένος έγειρε κι αποκοιμήθηκε. Το ρο-
χαλητό του της έδιωξε το σφίξιμο, «πάει κι αυτό» σκέ-
φτηκε. Και μετά, σαν ο Απόστολος ξύπνησε, «δεν είμαι
πια παρθένα» του είπε, πάει να πει: πότε θα παντρευτού-
με; Κι εκείνος την καλόπιασε, κι η Μέλπω ησύχασε πε-
ρισσότερο.
Έτυχε ψες τ’ απόγευμα να βαδίζουν μαζί, ψώνια και
τέτοια. Κάπου ξέμεινε πίσω. Δυο σαραντάρηδες καρφω-
μένοι στα οπίσθια της Λενιώς, τρελαμένος χείμαρρος,
που λιμοκτονούν του χαμού βλέμματα. Της Μέλπως της
ήρθε να τους βρίσει. Έτρεξε στην κόρη της. «Πώς κου-
νάς έτσι τον κώλο σου, σαν παστρικιά;»
Η Λενιώ την κοίταξε απορώντας. «Πάλι τα νεύρα
σου έχεις;» της πέταξε κι έφυγε πιο μπροστά, κυματί-
ζοντας πιο έντονα τα οπίσθιά της. Ένας γυφτόμαγκας
άφησε τα σάλια του στο πλακόστρωτο.
«Βλαμμένο είσαι, παιδάκι μου;» η Μέλπω του πέταξε
σαν πέρασε από δίπλα του.
Και το βράδυ, σαν η Τασώ, η κολλητή της κόρης της,
έγλειφε με ηδονή το παγωτό, η Μέλπω αντάριασε, της
ήρθε να την αφαλοκόψει. «Τι κάνεις εκεί;»
«Τρώω» της απάντησε η Τασώ.
«Άστηνε καημένη», δικαιολόγησε τη μάνα της η Λε-
νιώ, «χαμένα τα ’χει και όλα τής φταίνε!»
«Δεν υπήρξα ποτέ μου παρδαλή» έσκουξε, παρατη-
ρώντας καλύτερα την κόρη της.
Ο Απόστολος κατέβασε την εφημερίδα. «Τι έγινε;»
την ρώτησε.
«Στην κόρη σου μιλάω».
Κι ο από δίπλα γείτονας, καγχάζοντας: «Απορώ πώς
σε ανέχονται».
14