Page 9 - «Κώνειο και άγρια τριανταφυλλιά» - Κωνσταντία Γέροντα - Άνεμος Εκδοτική
P. 9
ΚΩΝΕΙΟ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ
Μνημόσυνος χρόνος
Ο ήλιος έγειρε αποκαμωμένος στα βάθη της θάλασ-
σας. Μια βάρκα έπλεε στο λιμάνι με κατεύθυνση προς τα
εμπρός. Ο ίσκιος ενός περαστικού αργοσάλεψε. Το παιχνί-
δι των παιδιών διακόπηκε. Το τόπι κύλησε σε μια πέτρα. Το
κυκλάμινο λύγισε και έσπασε. Δίπλα το ίχνος μιας πατημα-
σιάς και ψίχουλα που μετέφεραν τα μυρμήγκια. Ένα σκου-
λήκι εμφανίστηκε από τη λάσπη. Το χώμα μαύρο, βρεγμένο.
Η τρύπα του πηγαδιού καλυμμένη με αγριόχορτα, έχα-
σκε αφήνοντας κενά διαστήματα ανάμεσα στις ρίζες. Τα
κάνω πέρα και κοιτάζω. Μέσα δυο μάτια τεράστια. Βλέπω
καθαρά τα βλέφαρα, τους πόρους στο δέρμα κι ένα βλέμ-
μα γυάλινο. Στην άκρη του ενός ματιού κάτι λάμπει μα δεν
ξέρω αν είναι δάκρυ, μπορεί να αντανακλά απλά το φως
του ήλιου.
Ρίχνω δυο σπίρτα και βάζω φωτιά στο πηγάδι. Η φλόγα
γλύφει τα αγριόχορτα και σηκώνεται ως πάνω. Τα αγριό-
χορτα ανάβουν και η φωτιά εξαπλώνεται. Καίει το κυκλά-
μινο, τα μυρμήγκια, την μπάλα των παιδιών. Οι φλόγες γι-
γαντώνονται, φτάνουνε στο σπίτι.
«Ας το, ας το να καεί», μου λέει. «Πάμε να φύγουμε!»
Φεύγουμε.
Μια φωνή ακούγεται. Φωνάζει δυνατά: «Βοήθεια! Βοή-
θεια! Αυτό είναι το τέλος!»
Κλείνω τ’ αυτιά μου. Μέσα στο σπίτι, όλες μου οι ανα-
μνήσεις καίγονται. Η μεγαλύτερη θύμηση μου, ο έρωτας
μου για σένα, κλειδαμπαρωμένος στο υπόγειο, λιποθυμά
και πνίγεται απ’ τον καπνό.
Σ’ έκαψα, άνανδρε, σε καταχώνιασα βαθιά, να μην μπο-
ρείς ν’ ανασάνεις. Σου πήρα τη ζωή. Μείνε τώρα ένα άψυ-
χο κορμί. Σάπισε. Να σε δω ν’ αποσυντίθεσαι στα πρώτα
σου στοιχεία. Να γίνεις λίπασμα για τα πουλιά, κουφάρι
15