Page 18 - Ψυχή σαν θάλασσα - Άνεμος Εκδοτική
P. 18


ΠΟΠΗ ΓΚΕΡΟΥΣΗ

ονειρευόταν την τελειότητα, τις τέλειες μέρες που
θα μπορούσε να περάσει μ’ έναν τρόπο που ιδιόμορ-

φα και μυστικά το μυαλό της είχε δημιουργήσει. Δεν
έμοιαζε στους γονείς της η Μυρτώ, είχε έναν άλλον,
τελείως διαφορετικό τρόπο ν’ αντιμετωπίζει τη ζωή.
Η μεγάλη της αγάπη ήταν μία, τα άλογα. Της άρε-
σαν τα άλογα της Μυρτώς από μικρή. Μια ψαρή φο-
ράδα ήταν το δώρο της για τα δεκαοκτώ της χρόνια.
Έτρεχε όλη μέρα μες στα χωράφια και τους γκρε-
μούς. Ήταν καλή ιππέας, γινόταν ένα με το άλογο,
ξεχνούσε τα πάντα όταν κάλπαζε κι έσκιζε με δύ-

ναμη τον άνεμο. Ονόμασε τη φοράδα της «Καλημέ-
ρα» για να μη χαλάει τίποτα τη μέρα της και από
το πρωί ξεχυνόταν στις ανοικτές εκτάσεις κάνοντας
άπειρες βόλτες μαζί της. Ένα μεσημέρι του καλοκαι-
ριού έτρεχε τόσο γρήγορα και πετάχτηκε τόσο από-
τομα στον δρόμο, που οδηγούσε πίσω στο χωριό,
ώστε δεν πρόσεξε τον πεζό που διέσχιζε το μονο-

πάτι προς τον δρόμο. Το άλογο ανασηκώθηκε στα
δυο του πόδια μα κατεβαίνοντας βρήκε με δύναμη
τον πεζό άντρα και τον σώριασε κάτω στον δρόμο,
αναίσθητο. Η Μυρτώ έβγαλε μια κραυγή και πήδηξε
μ’ ένα σβέλτο σάλτο στη γη. Ο αναίσθητος άντρας
εκεί κάτω στο χώμα ήταν ο γιος του κρεοπώλη του
μεγάλου χωριού του νησιού, ο Νικόλας.
«Μίλησέ μου! Μίλησέ μου, Νικόλα!» φώναζε
κλαίγοντας η Μυρτώ.



24
   13   14   15   16   17   18   19   20