Page 11 - Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι «αχ»
P. 11
Ο ΕΡΑΣΤΗΣ, Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟΥΛΙ «ΑΧ»
στώ σαν άνθρωπος ένα μεσημέρι», είπε το μεσημέρι εκείνης
της Τρίτης. Ένας συνταξιούχος που μπήκε πάντως την ίδια
στιγμή στο μαγαζί, ορκίζεται ότι τη βρήκε χαμογελαστή.
«Προλαβαίνω, δεσποινίς;» τη ρώτησε κι η ως επί το πλεί-
στον και το πλέον δεσποινίς ξανάνιωσε δεκαπέντε χρόνια.
«Βεβαίως και προλαβαίνετε, κύριε, περάστε», τόνισε με
ύφος υποδεχτικό και υπόχρεο κι έγειρε μπροστά να κλείσει το
κουμπί της ασπρόμαυρης. Μια μικρή βουλίτσα χόρεψε στιγ-
μιαία στη μικροσκοπική οθόνη.
«Ένα Camel σκληρό», ζήτησε ο μεσήλικας.
«Σκληρό;» ξαναρώτησε ρητορικά η Λουκία τονίζοντας τα
σύμφωνα, για να κερδίσει χρόνο και κοίταξε το δεκαχίλιαρο
με σχετικά μανιασμένη διάθεση.
«Ναι», απάντησε κείνος κι αφαιρέθηκε στα πορνοπεριο-
δικά –με δώρο δυο κασέτες σεξ– που κοσμούσαν το σταντ
μπροστά του. «Δυο τσόντες σε κάθε τεύχος, μόνο δυο χιλιάρι-
κα! Τζάμπα. Τι παίρνεις τώρα πια με δυο χιλιάρικα;»
«Δεν έχετε ψιλά;»
«Όχι, λυπάμαι».
«Μμμ...!»
Η τριαντάχρονη κοπέλα –λέμε τώρα– πήρε να μετράει τα
ρέστα, «κάτσε να δώσω πρώτα τα χοντρά», σκέφτηκε, «πε-
ντοχίλιαρο και τέσσερα», και –έκανε την αφαίρεση, ανάποδα
πάντα, δεκαεφτά χρόνια στο εμπόριο και δεν ήξερε να μετρή-
σει λεφτά– «εννιά τα χοντρά και μένουν οι τρακόσες είκοσι».
Με τις τριακόσιες και τα χάρτινα στη χούφτα, έριξε μια ερευ-
νητική ματιά στον πελάτη που περίμενε με υπομονή. «Εσύ θα
θες και τις είκοσι, βρομόγερε, και καπνίζεις και τρία πακέτα
την ημέρα, που να σε φάει το μαύρο χτικιό, σπαγγοραμμένε»,
σκέφτηκε πρόστυχα και σήκωσε την κουταλοθήκη-ταμείο που
έβαζε κυρίως τα ψιλά, μην κι είχε πέσει κανένα δεκάρικο από
κάτω, να βγάλει να δώσει. Τρεις παρά οχτώ. Ακριβώς.
17