Page 9 - Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι «αχ»
P. 9
Ο ΕΡΑΣΤΗΣ, Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟΥΛΙ «ΑΧ»
Είχε ξυπνήσει λίγο πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι από
έναν φριχτό εφιάλτη. Θα τραγουδούσε λέει μόνη της στη σκη-
νή του Παλλάς κι η σάλα έσκαγε απ’ τον κόσμο. Εκείνη στο
έρημο καμαρίνι, προσπαθούσε να χωρέσει μέσα σ’ ένα σέ-
ξι μακρύ κατακόκκινο φόρεμα, όλο ανοιχτό στην πλάτη, που
ταίριαζε πολύ με το κραγιόν που ήθελε να φορέσει. Αλλά εί-
χε παχύνει –άκου να δεις– τόσο που ’θελε δυο τέτοια φουστά-
νια για να ντυθεί, κι όλα τα υπόλοιπα ρούχα στη μακριά κρε-
μάστρα θεόστενα, ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο ουίσκι που ζε-
σταινότανε στο ποτήρι της και προσπάθησε ξανά να βρει κά-
τι. Μάταια, τίποτα δεν της έμπαινε, ο-κέι, θα ’βγαινε μ’ αυ-
τά που φορούσε. Στράφηκε στον ολόσωμο οβάλ καθρέφτη.
Η φούστα της μέσα στην τσαλάκα πίσω, λεκέδες από στά-
χτες και αλκοόλ μπροστά κι από τη σκηνή η ορχήστρα ξε-
κίναγε κιόλας, άκουσε ξαφνιασμένη το πρώτο ορχηστικό να
παίζει και πετάχτηκε στο διάδρομο με το τσιγάρο ακόμα να
καπνίζει στα φοβισμένα της δάχτυλα. Σκοτάδι πίσσα, «ποιος
καραγκιόζης έσβησε τα φώτα», αναρωτήθηκε, αλλά την οδη-
γούσε ο ήχος κι έφτασε με τα πολλά στην κουρτίνα και βγήκε
στο φως και το δεύτερο τραγούδι έφυγε και προσπάθησε να
χαμογελάσει χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, αλλά σκέφτηκε ότι
είχε να ξαναπεράσει ανταύγειες δυο μήνες, «η ρίζα θα φαίνε-
ται μέχρι την τελευταία σειρά», συλλογίστηκε και τρόμαξε,
πήγε ν’ ανοίξει το στόμα αλλά τα λόγια εξατμίστηκαν από το
κεφάλι της, πέταξαν, χάθηκαν, «δικό μου είν’ αυτό», θυμήθη-
κε, ο μαέστρος τής ξαναέδινε κουπλέ να ’χει χρόνο να μπει,
«αδύνατο να θυμηθώ, τι θέλω και πίνω έτσι η ρουφιάνα, έχω
ανακατέψει τα κέρατά μου πάλι!» Κι ο κόσμος λέει από κά-
τω σήκωσε ένα βαρύ απειλητικό βουητό σαν γιουχάισμα και
τα μάτια της γούρλωσαν, ένας κόμπος στο λεπτό λαιμό της
ανέβηκε σαν απειλή, «αδύνατο να θυμηθώ», ξανάπε πλησιά-
ζοντας το μικρόφωνο κι η πλαστική στα μάγουλά της πόνα-
15