Page 15 - index
P. 15


ΧΡΥΣΗ ΛΑΣΠΗ

άφηνε το μισό στήθος έξω, ακάλυπτο και προκλητικό,
ν’ απλώνει τα ρούχα του πατέρα της, του αρκουδιά-
ρη, στα σκοινιά που είχε στεριώσει σε δύο πρόχειρους
πασσάλους. Σταράτο φρέσκο νεανικό δέρμα, αλλά
βρόμικο κι αφρόντιστο από τις κακουχίες και την τα-
λαιπωρία. «Μάνα, τρέξε, η μπάμπω, μάνα, η μπάμπω»,
της φώναξε απελπισμένα.
Η άλλη την άκουσε και γύρισε το κεφάλι, έχοντας
τα χέρια υψωμένα πάνω στα σκοινιά για να συγκρατή-
σει το βρεγμένο ρούχο.
«Τι έπαθες, μωρή; Τι σκούζεις;»
«Η μπάμπω δεν κουνιέται, κάτι έπαθε, τρέξε σου
λέω, τρέξε», την πρόσταξε.
«Αν μου κάνεις πάλι πλάκα θα σε πλακώσω και δεν
θ’ αφήσω ούτε ένα κοκαλάκι επάνω σου γερό που να
μην το σπάσω. Πρόσεξε καλά!» την απείλησε κι αφή-
νοντας το ρούχο να αιωρείται πάνω στο σκοινί βάδι-
σε γρήγορα προς το μέρος της. Πλησίασε τη μάνα της,
την είδε σωριασμένη και διπλωμένη πάνω στο χώμα,
την σκούντησε κι αυτή για να βεβαιωθεί και μετά έβγα-
λε κραυγή, τι κραυγή, αλαλαγμός ήταν αυτός. «Ωιμέ, τι
συμφορά, τι έπαθες μανούλ’ μου, τι τσ’ ίκανες, μωρή,
της μάνας μου και πέθανε, την πείραξες; Άχου, ουου,
ουου, τρέξτε ωρέ ούλοι σας, να τηράξετε τη μάνα μου
που πέθανε, που άφησε τον κόσμο τούτο!»
Κι άρχισε να την καλεί και να την μοιρολογά εκεί δα
στη ριζιμιά του δέντρου, ξαπλωμένη επάνω της να την
ταρακουνά, λες και θα την επανέφερε στη ζωή. Σιγά
σιγά άρχισαν να έρχονται κι οι άλλοι που είχαν μείνει
πίσω στον καταυλισμό, κυρίως μικρά παιδιά, μανάδες

19
   10   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20