Page 10 - index
P. 10
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
Έκανε μια κίνηση με το χέρι να παραμερίσει τις τού-
φες των μαλλιών που της έκρυβαν τάχα μου τ’ αυτιά,
σαν να ήθελε ν’ ακούσει καλύτερα αυτούς τους άτα-
κτους θορύβους των πλασμάτων, ή μήπως το μεγάλω-
μα του χορταριού που πρασίνιζε κάτω από τις σταγό-
νες της φθινοπωρινής βροχής, ή μήπως τους γνώριμους
ήχους της τελευταίας της ελπίδας;
Η ζωή της, γλυκό και πικρό φθινόπωρο μαζί, με λι-
γοστά διαλείμματα θέρους και μεγάλα σκληρά διαστή-
ματα βαρύ χειμώνα. Με χιόνια κι άλιωτους πάγους. Με
τους βοριάδες να φυσομανούν λυσσαλέα και να δια-
περνούν τις λαμαρίνες στις παράγκες. Τα πρόχειρα στη-
μένα τσαντίρια στον καταυλισμό, που επιβουλεύονταν
σαν άσπονδοι εχθροί τη σωματική ακεραιότητα των
ψυχών, με μηδαμινή ζεστασιά μόνο στην καρδιά τους,
καραδοκούσαν πέρα από τις εποχές με πενιχρά μέσα
για την επιβίωση. Οι καταυλισμοί τους, παραδομένοι
στην κάψα του καλοκαιριού και στους μανιασμένους
αέρηδες του χειμώνα. Μόνο η πανούργα η άνοιξη κρυ-
φόκαιγε με τα πιτσιρίκια στα λασπόνερα και χρύσιζε
τη λάσπη που είχε συγκεντρωθεί από τους πάγους και
τα χιόνια που έλιωναν. Αχ, αυτή η λάσπη που έμπαι-
νε μέσα στα σπίτια τους! Μαύρο κατράμι τον χειμώ-
να, παρασυρμένη από τα καρβουνιάρικα της περιο-
χής. Κόκκινη το φθινόπωρο, από τα σφαγεία που ήταν
σπαρμένα απειλητικά ένα γύρο. Κίτρινη κι αποπνικτι-
κή το καλοκαίρι, από τον καυτό αδυσώπητο ήλιο που
παραφύλαγε στα παιχνίδια τους. Kι εκτυφλωτικά χρυ-
σή την άνοιξη, που αντιφέγγιζε στα πρόσωπα των με-
λαψών πιτσιρίκων με τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια
που βουτούσαν μέσα σ’ αυτήν.
14