Page 11 - index
P. 11
ΧΡΥΣΗ ΛΑΣΠΗ
Δεν τις ένοιαζε τις μανάδες να τ' αφήνουν να βο-
σκούν μια μέρα ολάκερη στα χαρακώματα της δικής
τους καθημερινής μάχης για τον επιούσιο, για ένα στα-
θερό μέτρο γης σ’ αυτήν την αδούλωτη γη που δεν τους
ανήκε.
Αφουγκραζόταν η Καρμελίτα, κι εκεί που νόμιζε
ότι θα παραδινόταν στη μοίρα της και θα φορτωνό-
ταν το άψυχο κορμί του συντρόφου της μέχρι να φτά-
σει στον καταυλισμό που απείχε μίλια μακριά, εκεί που
ήδη ένιωθε το βάρος του να της τσακίζει το κορμί, εκεί
βαθιά, πολύ βαθιά όπου συναντιούνται οι γραμμές των
οριζόντων, άκουσε έναν θόρυβο, ένα σύρσιμο, κάτι
σαν να κυλούσε. Δεν είδε τίποτα, αλλά άκουγε τώρα
πιο ευδιάκριτα τον θόρυβο και πετάρισε η ψυχή της. Σε
λίγο τον εντόπισε –όλα ακόμα ωστόσο αόρατα–, έχο-
ντας την ελπίδα της επικεντρωμένη σ’ αυτό το έντονο
τώρα άκουσμα.
Ναι, ήταν η ρόδα του κάρου, το γνώριζε τόσο καλά
αυτό το άκουσμα, ήταν αναπόσπαστα δεμένο με τη
ζωή της. Το είχε νιώσει κάποτε και στο πετσί της,
όταν κοριτσάκι ακόμα πέρασε η ρόδα του κάρου από
πάνω της, αφήνοντάς της ωστόσο μόνο πληγές που με
τα χρόνια μετατράπηκαν σε μελανές ραβδώσεις. Σαν
να την είχαν μαστιγώσει. Στην πλάτη κυρίως, γιατί αν
ήταν στην κοιλιά, ίσως και να μη ζούσε πια.
Τέντωσε τ’ αυτιά της καλύτερα, σίγουρα δεν έκα-
νε κανένα λάθος, ερχόταν ένα κάρο προς το μέρος
τους. Προσπάθησε να το διακρίνει στο μαύρο σκοτά-
δι, κι ενώ στην αρχή όλα ήταν τόσο μαύρα κι αστάθμη-
τα, άρχισαν ξάφνου να παίρνουν μορφές κάτω από το
φως των αστεριών που τρεμόπαιζαν και λικνίζονταν
15