Page 14 - index
P. 14
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
χής και θα σ' αποθεώνει το πλήθος. Εσύ κάποια μέρα,
να μου το θυμηθείς και να μου το μηνύσεις εκεί που
πάνε οι ψυχές, θα βασιλέψεις στον κόσμο, κι οι χάρες
σου κι οι αρετές σου θα σε κάνουν στα πέρατα ξακου-
στή. Μόνο πρόσεχε, γιατί θα ματώσεις πολύ σ’ αυτό το
δρόμο τον πλατύ και σπαρμένο με λούλουδα αλλά και
με μυτερά αγκάθια που θα τον διαβείς μέχρι το τέρμα.
Στοπ, κουράστηκα, δεν βλέπω το τέρμα. Μα, πού εί-
ναι; Ώπα, γιατί σταμάτησε εδώ και δεν προχωράει πα-
ραπέρα αλλά πέφτει πάνω σ’ άλλο δρόμο, πιο στενό,
πιο στενό, στενεύει στενάχωρα στο τέλος… Χάθηκε…
Ουφ, κουράστηκα, δεν μπορώ άλλο πια».
Άφησε το χέρι της μικρής Καρμελίτας κι έκλεισε τα
μάτια, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι στ’ αριστερά, κι
η μικρή έκλεισε πάλι τη μικρή της χούφτα σαν από έν-
στικτο για να μη δει τ’ ανείδωτα. Το έχωσε σε μια σκι-
σμένη τσέπη του φορέματός της και σηκώθηκε από το
χώμα. Η μπάμπω την πρόσταξε πάλι να την ξαπλώσει,
αλλά δεν πρόλαβε να κάνει καμία κίνηση. Την άκουσε
μόνο ξέπνοα να λέει:
«Κουράστηκα…», κι άφησε την τελευταία της πνοή
εκεί με το κεφάλι ακόμα γερμένο.
Η μικρή Καρμελίτα την σκούντησε για να βεβαιωθεί,
μάλλον δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Νό-
μιζε ότι η μπάμπω της αποκοιμήθηκε, σαν πάνινη κού-
κλα που έγειρε κι έπεσε στο χώμα πάνω στις ριζιμιές
του δέντρου.
«Μπάμπω, μπάμπω», φώναξε. Δεν πήρε απόκριση.
Γύρισε το κεφάλι απεγνωσμένα προς τη μεριά της μι-
κρής παράγκας κι είδε τη μάνα της με τη μακριά της
πλουμιστή φούστα και το κόκκινο πουκάμισο που
18