Page 13 - «Ποτέ δεν φτάνει το αρκετό» - Λαμπρίνα Α. Μαραγκού
P. 13
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΤΟ ΑΡΚΕΤΟ
νονταν λυκάνθρωποι όταν τους διαπερνούσε το
φως της και ξέσχιζαν με τα νύχια τους το κορμί
τους. Τότε όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια τους,
όχι από τον τρόμο που τους προκαλούσε η αρ-
ρώστια, αυτή καθ’ εαυτή, αλλά από την αδυνα-
μία τους να αντιμετωπίσουν τόσο πόνο. Δεν το
άντεχαν να τους βλέπουν να υποφέρουν, να ξε-
σχίζονται, να κυλιούνται στο χώμα, γυρεύο-
ντας απελπισμένα να ξεφύγουν από την θανάσι-
μη γοητεία της σελήνης που τους ξεμυάλιζε μέ-
χρι να τους φτάσει στην τρέλα. Ένιωθα ένα μαζί
τους, γιατί μας συνέδεε κάτι το απόκοσμο, κάτι
καλά κρυμμένο και που δεν φανερώνεται εύκο-
λα παρά μόνο κάτω από περιστάσεις που έχουν
να κάνουν με το γέμισμα της σελήνης και με το
βουητό του ανέμου.
Οι κουβέντες της σελήνης μπερδεύονται με το
μουρμουρητό του ανέμου, λόγια που φτάνουν στ’
αυτιά μου και με οδήγησαν σ’ αυτό εδώ το νησί,
που το φεγγάρι φαίνεται καθαρά, ολόγιομο ή μι-
σογεμάτο και που τα πανιά των ιστιοφόρων φου-
σκώνουν στην θύμηση.
Ήταν εκείνος που με επέλεξε, εκείνος που
με έφερε σ’ αυτό το νησί. Μ’ έκανε να νοιώσω
την ανάγκη, να την ανασκαλέψω και να βρεθώ
19