Page 14 - Η χρυσή κύλικα - Νατάσα Κυρκίνη-Κούτουλα - Άνεμος Εκδοτική
P. 14

ΝΑΤΑΣΑ ΚΥΡΚΙΝΗ-ΚΟΥΤΟΥΛΑ

           πόδι πάνω στην πλάτη του ελαφιού, για να μη τιναχτεί από τον
           πόνο και τράβηξα με προσοχή το βέλος, έτσι ώστε να προκα-
           λέσω όσο μικρότερη ζημιά στο τραύμα. Η προσπάθεια απέ-
           δωσε. Κοίταξα γύρω μου αναζητώντας κάποιο από τα θερα-
           πευτικά βότανα που αγνοούσα την ονομασία τους αλλά ήξε-
           ρα ότι φύτρωναν στα δάση από όπου τα μάζευαν οι δούλοι και
           τα έφερναν για να τα βράσουμε στην κουζίνα του αρχοντικού.
           Ευτυχώς βρήκα μια πλούσια συστάδα. Έκοψα γρήγορα μερι-
           κά φύλλα, τα μάσησα και έφτιαξα έναν πολτό με το σάλιο μου.
           Άλειψα την πληγή με τον πολτό και μετά σκίζοντας το ρούχο
           μου έφτιαξα έναν αυτοσχέδιο επίδεσμο και έδεσα το τραύμα.
           Το ζώο είχε χάσει εντωμεταξύ τις αισθήσεις του. Κάθισα δί-
           πλα του. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η ανοιξιάτικη νύχτα εί-
           ναι πολύ ψυχρή στη Μακεδονία. Τουρτούριζα. Ξάπλωσα δί-
           πλα στο ελάφι και το αγκάλιασα. Η θέρμη του σώματός του
           με ζέστανε. Εξουθενωμένη από την περιπέτειά μου έκλεισα τα
           βλέφαρα και κοιμήθηκα βαθιά.
              Με ξύπνησαν την άλλη μέρα ομιλίες. Ήταν σε κάποιο όχι
           πολύ οικείο σε μένα ιδίωμα, αλλά οπωσδήποτε ήταν ελληνικά.
           Τα περισσότερα τα καταλάβαινα. Κάποιοι μιλούσαν για θαύ-
           μα, για θυσία που έπρεπε να γίνει στη θεά. Τρόμαξα! Αυτό μου
           έλειπε, να με θυσιάσουν κιόλας! Άνοιξα τα μάτια μου ευχόμε-
           νη να ήταν απλά ένα όνειρο αλλά είδα πράγματι τριγύρω μου
           μερικούς χωρικούς που κοίταζαν προς το μέρος μου με γουρ-
           λωμένα μάτια. Μια γυναίκα που φορούσε ένα περίεργο μαντή-
           λι στο κεφάλι, με πλησίασε τόσο κοντά ώστε σχεδόν να με αγ-
           γίζει, με περιεργάστηκε και έβγαλε μια φωνή: «Το σημάδι! Το
           σημάδι της Άρτεμης» είπε. Οι άλλοι έπεσαν στα γόνατα. Μέσα
           στην ταραχή μου δεν πρόσεξα ότι το ελάφι είχε συνέλθει αν και
           ήταν ακόμη αρκετά εξασθενημένο για σηκωθεί στα πόδια του.
           Είχε όμως ανοίξει τα μάτια του και ανέπνεε πιο φυσιολογικά.
              Ένας από τους χωρικούς, που φαινόταν να είναι αρχηγός
           τους, μου απηύθυνε τον λόγο: «Κόρη της Λητούς, τι ζητάς από

                                       18
   9   10   11   12   13   14   15   16   17   18   19