Page 19 - «Οι κόρες της ανάγκης» - Τζίνα Ψάρρη - Άνεμος Εκδοτική
P. 19

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

             συχνά, χωρίς λόγο. Το χαμόγελό του σχεδόν μόνιμο, αμυδρό
             αλλά περιπαικτικό. Το ύφος του, βέβαια, ήταν κάπως αλαζονι-
             κό. Παραήταν εγωιστής για τα γούστα μου κι ήμουν βέβαιη πως
             είχα εξαρχής εκτιμήσει σωστά το μέγεθος του Εγώ του. Σαν
             διογκωμένος λεμφαδένας ήταν που εξείχε εντυπωσιακά στον
             αδύνατο λαιμό του. Το είδος της λοίμωξης που είχε προκαλέσει
             αυτή τη διόγκωση δεν το είχα εντοπίσει ακόμα, αλλά ούτε για
             μια στιγμή δεν σταμάτησα να ψάχνω: τις κινήσεις του, τη στά-
             ση του σώματος, τα διαφορετικά ανά περίσταση χαμόγελα, τις
             υπερβολικές χειρονομίες, όλα, ακόμα κι όταν κινδύνευα να κα-
             κοχαρακτηριστώ απ’ όποιον με τσάκωνε στα πράσα της ενδε-
             λεχούς παρατήρησης. Αν έβλεπα όμως πως, παρ’ όλα τ’ ανάρ-
             μοστα που του χρέωνα, η Φένια ήταν ευτυχισμένη, θα μάθαι-
             να έως και να τον αγαπώ. Οφείλω να ομολογήσω ότι από την
             πρώτη στιγμή η χροιά της φωνής του ήταν κάτι που μ’ εξέπλη-
             ξε ευχάριστα. Λίγο βραχνή, λίγο βαριά. Ανέκαθεν μου άρεσε ο
             βαθύς, μπάσος τόνος στη φωνή των ανθρώπων. Αλλά και στη
             φύση. Εκείνο το διαπεραστικό τιτίβισμα των μικρών πουλιών
             που κρύβονται στα φυλλώματα πάντα μου έδινε στα νεύρα. Το
             μπουμπουνητό, εκείνος ο βαρύς ήχος που φέρνει βροχή, αυτό
             ήταν που με γοήτευε. Στεκόμουν ακίνητη, σχεδόν χωρίς ν’ ανα-
             πνέω, μέχρι ν’ ακούσω το επόμενο. Και τότε ερχόταν η στρι-
             γκιά φωνή της αστραπής και μου χαλούσε την ονειροπόληση.
                Ένα μουντό απόγευμα τη φωτογράφισε στο Ζάππειο. Πό-
             ζαρε μπροστά από μια ολάνθιστη αλέα, δίπλα στο κιόσκι με
             την ορχήστρα που έπαιζε την Άνοιξη του Vivaldi. Η ίδια σαν
             την άνοιξη έλαμπε από ευτυχία. Μια ηλιαχτίδα που ξεγέλασε
             το σύννεφο φώτισε το πρόσωπό της απ’ το πλάι, αιχμαλώτισε
             το βλέμμα της και το έστειλε στην αιωνιότητα. Αυτή τη φωτο-
             γραφία την έχω πάντα μαζί μου. Το καταδικό της ανακάτεμα
             κοσμιότητας και σκανταλιάς.





                                         25
   14   15   16   17   18   19   20