Page 17 - «Οι κόρες της ανάγκης» - Τζίνα Ψάρρη - Άνεμος Εκδοτική
P. 17

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

             ρούσα να χαραμίσω ολόκληρο το ρουζ της μαμάς βάφοντας
             το πρόσωπό μου και χορεύοντας σαν τρελή τον ινδιάνικο χορό
             της φωτιάς που είχα εφεύρει, γύρω γύρω σε όλα τα δωμάτια,
             αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένη. Τώρα όλα αυτά είναι μια αιω-
             νιότητα μακριά. Σαν ταινία που είδαμε παλιά και με τον καιρό
             ξεθώριασε στη μνήμη.
                Πόσο  χαμογελαστές  και  ξέγνοιαστες  δείχναμε  σ’  εκείνες
             τις φωτογραφίες! Χωρίς καμιά αμφιβολία τα παιδικά μας χρό-
             νια ήταν ευτυχισμένα. Δεν υπήρχαν ανασφάλειες, ούτε στενο-
             χώριες, δεν θυμάμαι ν’ αντιμετωπίσαμε ιδιαίτερα δύσκολες κα-
             ταστάσεις. Περάσαμε από την παιδική ηλικία στην εφηβική με
             βήμα ελαφρύ, ούτε που το καταλάβαμε. Η Φένια πάντα πιο
             γυναίκα από μένα, από παιδί. Φρόντιζε τη διατροφή της, εγώ
             ποτέ. Χτένιζε κάθε βράδυ με σχολαστικότητα τα ξανθά μαλλιά
             της, εγώ ποτέ. Βούρτσιζε τα δόντια της με ακρίβεια αντιβίωσης
             τρεις φορές την ημέρα, εγώ μία και αυτό μετά βίας. Κι όταν άρ-
             χισε να τονίζει τις μακριές της βλεφαρίδες με μάσκαρα και τα
             όμορφα χείλη της με κοκκινάδι, εγώ απορούσα πού τη βρίσκει
             την όρεξη. Ένα ατημέλητο αγοροκόριτσο ήμουν ως τα δεκαε-
             φτά μου. Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά, η αλμυρή γεύση των
             δακρύων φτιάχνει ρυάκια στις άκρες των χειλιών μου. Δεν εί-
             ναι θλίψη, όχι, τρυφερή νοσταλγία είναι για τις ανέμελες ανα-
             μνήσεις, στιγμές που πέρασαν ανεπιστρεπτί.
                Το μυαλό μου άνοιξε για να χωρέσει άλλη μια σκέψη, και-
             νούργια αυτή τη φορά, μακριά από νοσταλγικά πισωγυρίσμα-
             τα. Ακαθόριστη ήταν τότε, χωρίς σαφές περιεχόμενο. Χρεια-
             ζόμουν μια σκέψη καθησυχαστική, μια σκέψη ευχάριστη. Τα
             πάντα γύρω μου σκορπούσαν αγωνία για κάποιον λόγο. Θα
             έπρεπε κάτι να βρω, ν’ αραιώσω αυτό το μείγμα. Έκλεισα τα
             μάτια, έγειρα το κεφάλι προς τα πίσω και προσπάθησα ν’ αφε-
             θώ στη σαγήνη της ανοιξιάτικης νύχτας. Μυρωδιές μαγευτικές
             με τύλιξαν. Το συμπαγές σκοτάδι, ωστόσο, εξακολουθούσε να

                                         23
   12   13   14   15   16   17   18   19   20