Page 15 - «Οι κόρες της ανάγκης» - Τζίνα Ψάρρη - Άνεμος Εκδοτική
P. 15
ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
πόν: τι νόημα είχε αυτό το ευτυχές χαμόγελο που μισάνοιγε τα
χείλη τους;
Συνέχισα ακάθεκτη το ξεκαθάρισμα των φωτογραφιών,
που δυστυχώς στράφηκε εναντίον μου τελικά. Έσκασαν μπρο-
στά μου με απίστευτη σκληρότητα τα καλοκαιρινά βράδια της
γειτονιάς μας. Ακόμα και τώρα μπορούσα να μυρίσω το γιασε-
μί. Γιατί ένιωθα τόσο πικρή νοσταλγία για τα παιδικά μας χρό-
νια; Τι ακριβώς φοβόμουν; Ότι θα χαθούν; Αφού έτσι κι αλλιώς
είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Έμεινα σαν χαμένη να κοιτάζω μια φωτογραφία, τόσο ζω-
ντανή στη μνήμη μου που ήταν σαν να τα ξαναζούσα όλα από
την αρχή. Μετά τη ζέστη της ημέρας, το αεράκι δρόσιζε τις αυ-
λές. Η δικιά μας ήταν η μεγαλύτερη, πνιγμένη στους βασιλικούς
και στις βουκαμβίλιες. Η μισή γειτονιά μαζευόταν εδώ κάθε
σούρουπο να πιει την περιβόητη βυσσινάδα της μαμάς. Περ-
νούσαν τις ώρες τους κουβεντιάζοντας, συζητήσεις αινιγματι-
κές και τολμηρές για τα αθώα παιδικά αυτιά μας. Η Φένια κι
εγώ, παρακούοντας τη γονεϊκή απαγόρευση, τους κρυφοκοι-
τούσαμε πίσω απ’ τα μισόκλειστα παντζούρια. Τα γέλια τους
διέσχιζαν το μισοσκόταδο κι έσκαγαν στα πόδια μας σαν κύ-
ματα σε ακρογιαλιά. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε, δίνα-
με η καθεμιά τη δικιά της ερμηνεία, τσακωνόμασταν ψιθυριστά
ποια είχε δίκιο, με το ένα μάτι στραμμένο στην αυλή, μη μας πά-
ρουν και χαμπάρι. Όταν καταφέρναμε να κλέψουμε και κανέ-
να τσιγάρο απ’ όποιο πακέτο πετυχαίναμε αφύλακτο, νιώθαμε
πολύ τυχερές. Βγαίναμε στα μουλωχτά στην πίσω αυλίτσα της
κουζίνας και το καπνίζαμε. Πνιγόμασταν απ’ τον καπνό, βήχα-
με, κλείναμε η μία το στόμα της άλλης, να μην ακουστούμε, σκα-
σμένες στα γέλια. Ψηλώναμε δέκα πόντους τότε, έτσι νομίζα-
με. Ένα τέτοιο βράδυ μας φωτογράφισε ο μπαμπάς στη μεγά-
λη αυλή. Με άσπρα κοντομάνικα και οι δύο, να φανερωνόμα-
στε πίσω από το γιασεμί, η Φένια από τη μια πλευρά κι εγώ από
21