Page 9 - index
P. 9
ΧΡΥΣΗ ΛΑΣΠΗ
πρόσωπο, σαν να ήθελε να κρύψει την ασχήμια τού
παραμορφωμένου προσώπου ή να σκουπίσει τα αίμα-
τα για να φανεί και πάλι η ομορφιά του. Πού και πού
σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει τον ουρανό, μια μορ-
φή μετάνοιας αλλά και ικεσίας παράλληλα, εκλιπαρώ-
ντας για την τελευταία ελπίδα. Το βλέμμα της ήταν γε-
μάτο σπαράγματα από όνειρα και σκιές, από χρώμα-
τα που βιάστηκε να σβήσει για να μην πουν την αλήθεια
που μόνο αυτή γνώριζε. Η δικιά της οδυνηρή αλήθεια,
η αγωνία της η ασθμαίνουσα, σαν την αγωνία του κύ-
ματος που θραύεται, το καθημερινό της ξεστράτισμα,
τα συντρίμμια της ζωής της.
Γιατί τελικά οι αλήθειες την πονούσαν περισσότερο
κι από το πεθαμένο κορμί του Γκόριαν; Κουβαλούσε κι
αυτή τις πληγές και τις ωδίνες της που την συντρόφευ-
αν αυτές τις δύσκολες ώρες.
Πεσμένη επάνω του μοιραζόταν τις τελευταίες στιγ-
μές του, λίγο πριν εκπνεύσει η ώρα του τέλους, του πα-
γώματος του αίματος. Ήταν ακόμα ζεστός, σαν να της
μιλούσε, επικοινωνούσαν τα κορμιά τους μέσα σε μια
επιθανάτια ερωτική μέθεξη που μεταλάμβαναν εκείνη
τη μοναδική στιγμή.
Ξάφνου αφουγκράστηκε έναν αλλόκοτο θόρυβο,
κάτι που ξένισε τ’ αυτιά και τρεμόπαιξε τα βλέφαρά
της. Ξεκόλλησε με βία από πάνω του κι όρθωσε το κορ-
μί της με τα χέρια ανοιχτά σε θέση απέραντης απελπι-
σίας, μια ιέρεια στη διαδικασία των ικεσιών, απλώνο-
ντας το υγρό της βλέμμα στον απέραντο κάμπο που
σιγούσε κάτω από το φως των αστεριών. Ξάστερη και
καθάρια νυχτιά σαν εκείνες τις καλοκαιρινές που ξά-
πλωναν πάνω στο βρεμένο από την υγρασία γρασίδι
σφιχταγκαλιασμένοι, ριγώντας από πόθο κι έρωτα.
13