Page 12 - «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» - Μιχάλης Κατσιμπάρδης - Άνεμος Εκδοτική
P. 12
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΑΡΔΗΣ
ναι τόσο πολύ κοντά, οριστική και αμετάκλητη… Τότε μα-
θαίνεις τα όρια της ψυχικής σου αντοχής, αναπολείς, νο-
σταλγείς αλλά και φοβάσαι, αγωνιάς. Φεύγουν οι γονείς,
γκρεμίζεται κι ο φράχτης ανάμεσα σε σένα και στον θάνα-
το. Κατακλυσμός τα συναισθήματα μπροστά σ’ ένα τέτοιο
τέλος. Ανήμπορος να τα ελέγξεις, ανίκανος να τα απωθή-
σεις, απλώς και μόνο τα παρατηρείς να συμβαίνουν. Ήσυ-
χα, άπραγα. Σαν ν’ αγναντεύεις ένα όμορφο ηλιοβασίλε-
μα, μια καλοκαιρινή βροχή, σαν να στέκεσαι αποχαυνωμέ-
νος μπροστά σε μια πανύψηλη λεύκα που φυλλοροεί από
τον δυνατό φθινοπωρινό άνεμο. Όλα αυτά συμβαίνουν,
θες δε θες.
Η επιστροφή ήταν πλημμυρισμένη από όμορφες εικόνες
αλλά και από τη δική μου ανησυχία, γιατί τις δύο τελευ-
ταίες μέρες υπήρξε κάποια ξαφνική επιδείνωση στην πο-
ρεία της υγείας του. Οι λεμφαδένες πρήστηκαν ξανά, τα
γόνατά του κόπηκαν, τα βήματα γίνανε μαρτύριο. Εκείνος,
παρ’ όλα αυτά, κρατιόταν, με το ζόρι, σφριγηλός και ζω-
ντανός, και καμωνόταν να δείξει, όπως έκανε συνήθως, ότι
η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Εξάλλου, πάντα στη ζωή
του ήταν ψύχραιμος και καρτερικός.
Μου ζήτησε να περπατήσουμε λίγο στο κατάστρωμα
του πλοίου για ν’ ατενίσει –ή ν’ αποχαιρετίσει– για τελευ-
ταία φορά το λιμάνι του Ηρακλείου, που αφήναμε νωχελι-
κά πίσω μας. Η συνήθως πολύβουη κι αλλόκοτη κρητική
πολιτεία φαινόταν τούτη την ώρα νεκρή, ακίνητη εικόνα
στον χρόνο, βουτηγμένη στην πανδαισία χρωμάτων που
χαρίζει το δειλινό. Μόνο ο ήχος της μηχανής του πλοίου
16