Page 11 - «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» - Μιχάλης Κατσιμπάρδης - Άνεμος Εκδοτική
P. 11
ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ξότερη πόλη της Κρήτης και για το καμάρι της, το μεγα-
λόπρεπο μινωικό ανάκτορο, και τώρα να το, ολοζώντα-
νο μπροστά του, με την αξεπέραστη αίγλη του να μη θέ-
λει να παραδοθεί στον χρόνο. Ο ίδιος ανέλαβε την ξενά-
γηση σαν να ήταν οικοδεσπότης· έλαμπε από χαρά, με κεί-
νη τη σπίθα στα μάτια που έχουν μόνο τα μικρά παιδιά ή
όσοι νιώθουν παιδιά. Σκαρφάλωνε, τρύπωνε, περπατούσε
ολόγυρα. Μου ’δειχνε με λάμψη στο βλέμμα τα χαραγμέ-
να διπλοπέλεκα, τις τοιχογραφίες που άντεχαν στη φθορά,
τα θεόρατα πιθάρια με τα καρβουνιασμένα υπολείμματα
τροφής. Μου μιλούσε και ζοριζόμουν να τον ακούσω μέσα
από τη μονότονη μελωδία των τζιτζικιών που μας ξεκού-
φαιναν. Τ’ απόλαυσε όλα, ξεπερνώντας τα όρια του, εξα-
ντλώντας τον εαυτό του, έχοντας βαθιά μέσα του την επί-
γνωση του τέλους, εκείνη τη στυφή του γεύση.
Κι εγώ, πάλι, δεν τον κατσάδιαζα που ταλαιπωρούσε
την κλονισμένη του υγεία, αντίθετα, τον καμάρωνα, προ-
σπαθούσα να δανειστώ όσο μπορούσα τον ενθουσιασμό
του, να γίνω ένα μαζί του. Το παιδικό μου πρότυπο δεν είχε
με τα χρόνια ξεθωριάσει. Η ζωντάνια του μου ’δινε κουρά-
γιο και παρηγοριά μαζί. Τον παρατηρούσα καθώς βάδι-
ζε, καθώς μιλούσε, καθώς κοιμόταν, όσο ποτέ άλλοτε στη
ζωή μου. Δεν έμοιαζε άρρωστος εκείνες τις μέρες. Μονά-
χα λίγο πιο γερασμένος, σαν να του ’χαν προστεθεί ξαφνι-
κά κάποια χρόνια. Κι όταν, αποκαμωμένος από το περπά-
τημα, στηριζόταν πού και πού πάνω στον ώμο μου, ένιω-
θα ότι το βάρος του σώματός του έδιωχνε μεμιάς το βάρος
της ψυχής μου.
Αλήθεια, πόσα πολλά πράγματα ανακαλύπτεις στον
εαυτό σου όταν η απώλεια αγαπημένου σου προσώπου εί-
15