Page 9 - «Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» - Μιχάλης Κατσιμπάρδης - Άνεμος Εκδοτική
P. 9
ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
δυο τους. Το ένιωθα, κατόπιν εορτής, σαν ελάχιστο χρέος
απέναντί τους. Και έτσι, η Κρήτη έγινε για μένα, θα ’λεγα,
μια προσωπική «ερινύα»…
Ήταν αδύναμος. Ισχνός και κατάλευκος. Εκείνο τα βιο-
λετί υγρό που κυλούσε σταγόνα σταγόνα στις φλέβες του
με είχε φρικάρει. Αυτό θα τον έσωζε; Το χρωματιστό δη-
λητήριο; Κάθε φορά που τελείωνε τη θεραπεία, γινόταν
κομμάτια. Για το καλό του... Τώρα, όμως, θα άλλαζε σχή-
μα, έτσι του ’παν.
«Θα μου κάνουν αγρανάπαυση!» αστειευόταν. «Για λί-
γες μέρες θα ξαποστάσει το αίμα μου...»
Χωράτευε με την υγεία του. Περιέπαιζε την αρρώστια,
της μιλούσε, τη χλεύαζε, την ξόρκιζε. Έβαζε στοίχημα με
τους άλλους ασθενείς ποιου θα τελειώσει πρώτα ο χρω-
ματιστός ορός κι έσκαζαν όλοι μαζί στα γέλια. Το έπαθλο
για όλους τους, κι ας μην το συνειδητοποιούσαν εκείνες τις
στιγμές, ήταν η ίδια η «ζωή»...
«Τώρα είναι η ευκαιρία μας. Εβδομηντάρισα πια, δε θα
’χω πολλές. Κλείσε εισιτήρια».
Τον άκουσα αποφασιστικό. Ήξερε ότι ο χρόνος του
δεν ήταν αρκετός. Το διαισθανόταν. Αυτός, σκεφτόμουν,
μπορεί να ήταν και ο μοναδικός λόγος που αυτή τη φορά
αποδέχτηκε τη δική μου πρόταση.
Το συζήτησα με τους γιατρούς του, πήρα την απρόθυ-
μη έγκρισή τους, μέσα από κείνο το απόμακρο και στοχα-
στικό ύφος του δισταγμού και της συγκαλυμμένης άρνη-
σης, που δείχνουν σχεδόν πάντα – ειδικά σε τέτοιες περι-
πτώσεις.
13