Page 9 - «Tα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα» - Βάσω Ζαφειροπούλου - Άνεμος Εκδοτική
P. 9
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΡΑΜΑΔΑ
Υγρασία, παγωνιά κι ερημιά παντού. Έχωσα τα ξυλια-
σμένα μου χέρια στις τσέπες του παλτού μου. Ο φόβος μ’
έκανε να τρεμουλιάζω κι έσφιξα δυνατά τις χούφτες μου.
«Ας προχωρήσουμε» ξανάπε ο Αλκιβιάδης, που μου
φάνηκε ξαφνικά σαν ένας άγνωστος κύριος, ο οποίος
όμως φορούσε το γνωστό γκρι κοστούμι του αγαπημένου
μου θείου.
Δεν έκανα βήμα.
«Έλα, χρυσό μου, προχώρα» σφύριξε η θεία μες στ’
αυτί μου.
«Ασ’ το το παιδί» μουρμούρισε ο άντρας της, τραβώ-
ντας με στην αγκαλιά του και χαϊδεύοντάς μου την πλάτη.
Σαν να μου ’φυγε όλη η κακία, ξεροτεντώθηκα και τα
πόδια μου ξεκόλλησαν. Στα δεξιά, πόρτες σφαλιστές· στ’
αριστερά, μια μεγάλη κουζίνα· μπροστά, ένα δωμάτιο σαν
θέατρο πλατύ. Όλοι οι τοίχοι με τούβλα. Παναγίτσα μου,
τι άγριο σπίτι! Και πού είναι τα παιδάκια σαν κι εμένα;
αναρωτήθηκα, ενώ ο φόβος μου γινόταν αγωνία.
«Ας καθίσουμε. Όπου να ’ναι θα φανεί ο κύριος Πιταώ-
νης» είπε ο θείος μου.
Δεν είχα καλοκαθίσει στην άβολη καρέκλα, όταν ένας
άντρας ως το ταβάνι ψηλός διάβηκε την πόρτα και με βήμα-
τα εκατό φορές μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου ήρθε προς το
μέρος μας. Τα μάτια μου κόντεψαν να πεταχτούν. Μανού-
λα μου, ο γίγαντας! είπα μέσα μου. Ο θείος μου σηκώθηκε.
«Ο κύριος Πιταώνης;»
«Ο ίδιος».
«Αλκιβιάδης Μυτέρης. Από δω η γυναίκα μου».
Έδωσαν τα χέρια.
«Χαίρω πολύ».
17