Page 11 - «Οι κόρες της ανάγκης» - Τζίνα Ψάρρη - Άνεμος Εκδοτική
P. 11

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

             καταφέρει να μου περιγράψει μια σχέση μηνών ολοκάθαρα.
             Την παρατηρούσα να χαζεύει αφηρημένα έξω απ’ το παράθυ-
             ρο. Το πρόσωπό της είχε πάρει το χρώμα της έξαψης. Ήταν
             πραγματικά ερωτευμένη και φαινόταν. Φόρεσε την ευτυχία σαν
             απαστράπτον φωτοστέφανο και λαμπύριζε, εκπέμποντας φως
             κι ευθυμία. Ήθελε να μου τρίψει στα μούτρα τις παλιότερες δια-
             φωνίες μας και δεν το έκανε. Χωρίς ίχνος κομπασμού, μόνο δι-
             καιωμένη ένιωθε.
                Διάβαζε τρυφερά ερωτικά μυθιστορήματα από μικρή και
             αφηνόταν στη φαντασίωση. Θα γνώριζε έναν άντρα που θα
             άξιζε να βρίσκεται σ’ αυτές τις σελίδες. Έναν άντρα με λεπτά
             χαρακτηριστικά, δείγμα ευαισθησίας, με λίγο απόμακρη συμπε-
             ριφορά, χαρακτηριστικό αξιοπρέπειας. Κι όταν ήρθε στη ζωή
             της ο Στάθης, σιγουρεύτηκε: αυτός ήταν. Ψηλός, λεπτός, γερο-
             δεμένος. Τα χαρακτηριστικά τού προσώπου του σμιλεμένα με
             ακρίβεια. Ακριβώς ο χαρακτήρας που θα ενέκριναν οι αγαπη-
             μένοι της συγγραφείς. Εγώ, πάλι, τα θεωρούσα όλα αυτά ρο-
             μαντικά κουραφέξαλα. Οράματα με ζαχαρένια μελλούμενα σε
             ροζουλιά συννεφάκια δεν είχα ποτέ. Δεν περίμενα πρίγκιπες
             που, καβάλα σ’ άσπρο άλογο, θα σταθούν έξω από την πόρτα
             μου. Αυτό που ήθελα, αργοπορημένα μάλιστα, αφού άρχισα να
             σκέφτομαι σχέσεις και άντρες φοιτήτρια πια, ήταν δυο χέρια
             να μ’ αγκαλιάζουν σφιχτά, με ασφάλεια, έναν καλοφτιαγμένο,
             ευγενικό, αλλά κάπως αυστηρό τύπο με υπέροχη μυρωδιά θα-
             λασσινής αύρας. Παλιότερα, στην προ Στάθη εποχή, προσπα-
             θούσα να τη συνεφέρω. Τσακωνόμασταν. Τώρα κρατούσα το
             στόμα μου διπλοκλειδωμένο. Ποια ήμουν εγώ για να της κατα-
             στρέψω τ’ όνειρο; Σιωπούσα λοιπόν. Καμώθηκα ότι παραδέ-
             χτηκα την ήττα μου, πίεσα τον εαυτό μου να δεχτεί ότι πραγμα-
             τικά εγώ είχα το άδικο. Ίσως και να ήταν αλήθεια, ίσως η πυρ-
             γοδέσποινα να είχε βρει τον ευγενικό ιππότη που περίμενε.
                «Γιατί δεν μου είχες πει τίποτα τόσο καιρό; Από πότε έχου-
             με μυστικά εμείς οι δυο;»

                                         17
   6   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16